Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Octavio Paz: 'Το μπλε μπουκέτο' Μετάφραση από τα Ισπανικά

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'INTELLECTUM' (τεύχος 12) το 2016

Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Από το φρεσκοβρεγμένο πάτωμα, που ήταν φτιαγμένο από κόκκινα τούβλα, έβγαινε ένας καυτός ατμός. Μια πεταλούδα με γκριζωπά φτερά πετούσε μεθυσμένη γύρω από ένα κιτρινωπό φως. Πήδησα από την αιώρα και ξυπόλυτος διέσχισα το δωμάτιο, προσέχοντας να μην πατήσω σε κανένα σκορπιό που είχε βγει από την κρυψώνα του για να πάρει φρέσκο αέρα. Πλησίασα το μικρό παράθυρο και εισέπνευσα τον αέρα της εξοχής. Ακουγόταν η ανάσα της νύχτας, τεράστια και θηλυκή. Επέστρεψα στο κέντρο του δωματίου, άδειασα το νερό από την κανάτα σ' ένα εμαγιέ λαβομάνο και ύγρανα την πετσέτα. Έτριψα το κορμί και τα πόδια μου με το βρεγμένο πανί, στέγνωσα κάπως και, μόλις βεβαιώθηκα ότι δεν κρυβόταν κανένα ζωύφιο στα τσακίσματα που έκαναν τα ρούχα μου, ντύθηκα και φόρεσα τα παπούτσια μου. Κατέβηκα πηδώντας τα σκαλοπάτια που ήταν βαμμένα πράσινα. Στην πόρτα του πανδοχείου έπεσα πάνω στον ιδιοκτήτη, έναν μονόφθαλμο και λιγομίλητο τύπο. Καθόταν σ' ένα ψάθινο καρεκλάκι και κάπνιζε με το μάτι κλειστό. Με ρώτησε με βραχνή φωνή:
- Πού πάτε κύριε;
- Πάω μια βόλτα. Κάνει πολλή ζέστη.
- Μμμ, τώρα όλα είναι κλειστά. Κι εδώ γύρω δεν υπάρχει καθόλου φωτισμός. Καλύτερα να μείνετε εδώ.
Σήκωσα τους ώμους, ψιθύρισα "επιστρέφω αμέσως" και χάθηκα στο σκοτάδι. Στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα. Περπάτησα στα τυφλά στο λιθόστρωτο. Άναψα ένα τσιγάρο. Ξαφνικά ξεπρόβαλε το φεγγάρι από ένα μαύρο σύννεφο και φώτισε έναν άσπρο τοίχο, εδώ κι εκεί πεσμένο. Σταμάτησα, τυφλωμένος μπροστά σε τόση λευκότητα. Φύσηξε ένα αεράκι. Ανέπνευσα τον αέρα που έφερνε τα αρώματα από τους ταμάρινδους. Η νύχτα δονούνταν, γεμάτη φύλλα και έντομα. Οι γρύλοι κρύβονταν μέσα στο ψηλό χορτάρι. Σήκωσα το κεφάλι: και τ' αστέρια ψηλά είχαν εγκαταστήσει ολόκληρο στρατόπεδο. Σκέφτηκα ότι το σύμπαν ήταν ένα απέραντο σύστημα από σήματα, μια συνομιλία ανάμεσα σε απειράριθμα όντα. Οι πράξεις μου, το πριόνισμα του γρύλου, το αναβόσβημα του αστεριού, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παύσεις και συλλαβές, διασκορπισμένες φράσεις αυτού του διαλόγου. Ποια θα μπορούσε να είναι εκείνη η λέξη της οποίας εγώ ήμουν μια συλλαβή; Ποιος λέει αυτή τη λέξη και σε ποιον τη λέει; Έριξα το τσιγάρο κάτω στο πεζοδρόμιο. Κατά την πτώση διέγραψε μια φωτεινή τροχιά, ρίχνοντας στιγμιαίους σπινθήρες, σαν μικροσκοπικός κομήτης.
Περπάτησα για αρκετή ώρα, αργά. Ένιωθα ελεύθερος, σίγουρος ανάμεσα στα χείλη που αυτή τη στιγμή μου απευθύνονταν με τόση ευτυχία. Η νύχτα ήταν ένας κήπος γεμάτος μάτια. Ενώ διέσχιζα το δρόμο, μου φάνηκε πως κάποιος ξεπρόβαλε από μια πόρτα. Γύρισα αλλά δεν διέκρινα τίποτα. Επιτάχυνα το βήμα μου. Αμέσως μετά άκουσα έναν ήχο από σανδάλια πάνω στις καυτές πέτρες. Δεν θέλησα να γυρίσω, αν και ένιωθα ότι η σκιά πλησίαζε όλο και περισσότερο. Προσπάθησα να τρέξω. Δεν μπόρεσα. Σταμάτησα ξαφνικά, απότομα. Προτού προφτάσω να υπερασπίσω τον εαυτό μου, αισθάνθηκα τη μύτη ενός μαχαιριού στην πλάτη μου και μια γλυκιά φωνή:
- Μην κουνηθείτε, κύριε, αλλιώς σας έθαψα.
Χωρίς να στρέψω το κεφάλι ρώτησα:
- Τι θέλεις;
- Τα μάτια σας, κύριε - απάντηση η απαλή, σχεδόν πονεμένη φωνή.
- Τα μάτια μου; Σε τι θα σε χρησίμευαν τα μάτια μου; Κοίτα, έχω λίγα χρήματα εδώ. Δεν είναι πολλά, αλλά είναι κάτι. Θα σου δώσω όλα όσα έχω αν μ' αφήσεις. Μη με σκοτώσεις.
- Μη φοβάστε κύριε. Δεν θα σας σκοτώσω. Το μόνο που θέλω είναι να σας αφαιρέσω τα μάτια.
- Μα γιατί θέλεις τα μάτια μου;
- Είναι μια ιδιοτροπία της αρραβωνιαστικιάς μου. Θέλει ένα μπουκετάκι με μπλε μάτια, κι εδώ γύρω λίγο δύσκολο να τα βρεις.
- Τα μάτια μου δεν σου κάνουν. Δεν είναι μπλε, είναι καστανά.
- A, κύριε, δεν θα ήθελα να με εξαπατήσετε. Ξέρω καλά ότι τα μάτια σας είναι μπλε.
- Δεν αφαιρούν έτσι τα μάτια από έναν τυχαίο άνθρωπο. Θα σου δώσω κάτι άλλο.
- Μην παίζετε μαζί μου, είπε με σκληρότητα. Γυρίστε το πρόσωπό σας.
Γύρισα. Ήταν μικρός και εύθραυστος. Ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα κάλυπτε το μισό του πρόσωπο. Κρατούσε με το δεξί του χέρι μια ματσέτα που έλαμπε στο φως του φεγγαριού.
- Φωτίστε το πρόσωπό σας.
Άναψα ένα σπίρτο και πλησίασα τη φλόγα στο πρόσωπο. Το έντονο φως με ανάγκασε να ανοιγοκλείσω τα μάτια. Ξεκόλλησε τα βλέφαρά μου με σταθερό χέρι. Δεν μπορούσε να δει καλά. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και με κοίταξε έντονα.
Η φλόγα μου έκαιγε τα δάχτυλα. Πέταξα το σπίρτο. Για μια στιγμή επικράτησε ησυχία.
-Πείσθηκες τώρα; Τα μάτια μου δεν είναι μπλε.
- Α, τι επιμονή είναι αυτή! - αποκρίθηκε-. Για να δω, ανάψτε άλλο ένα.
Άναψα κι άλλο σπίρτο και το πλησίασα στα μάτια μου. Τραβώντας μου το μανίκι, με διέταξε.
- Γονατίστε.
Γονάτισα. Με το ένα χέρι μ' έπιασε από τα μαλλιά, ρίχνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω. Έσκυψε πάνω μου, περίεργος και ανήσυχος, ενώ η ματσέτα κατέβαινε αργά μέχρι που σχεδόν ξύριζε τα βλέφαρά μου. Έκλεισα τα μάτια.
- Ανοίξτε τα καλά - διέταξε.
Άνοιξα τα μάτια. Η φλόγα μου έκαιγε τα βλέφαρα. Ξαφνικά με άφησε.
- Εντάξει, τελικά δεν είναι μπλε, κύριε. Ξεχάστε το.
Και εξαφανίστηκε.
Στηρίχθηκα στον τοίχο, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια. Στην συνέχεια στάθηκα όρθιος. Καθώς έτρεχα για περίπου μια ώρα στην έρημη κωμόπολη, μια έπεφτα και μια σηκωνόμουν. Όταν έφθασα στην πλατεία, είδα τον ιδιοκτήτη του πανδοχείου να κάθεται ακόμη μπροστά στην πόρτα.
Μπήκα μέσα χωρίς να πω λέξη.
Την επόμενη ημέρα έφυγα από την κωμόπολη.