Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

2018 ISABEL CARCIA MELLADO. Aπό το βιβλίο "Το Φύλο μου, ο Εαυτός μου", εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ

 


θα γίνω γάτα, αν θέλεις γιορτή

Θα γίνω η γιορτή σου εάν θέλεις ρούμι

θα γίνω το ρούμι στις σιωπές σου

και οι σιωπές στο τραγούδι σου

θα γίνω τα τραγούδια για τα κλαδιά σου

θα γίνω, τα κλαδιά της γλώσσας σου

θα γίνω, η βροχή στους πόνους σου

θα γίνω, ο πόνος στα μάτια σου

τα μάτια στις φλέβες σου θα γίνω,

θα γίνω οι φλέβες στη βιασύνη σου

η βιασύνη στο γέλιο σου

το γέλιο στον αφαλό σου

θα γίνω ο αφαλός στην σκιά σου

η σκιά στα απογεύματά σου

τα απογεύματα στα ποτάμια σου

τα ποτάμια θα γίνω στις κοίτες σου

οι κοίτες θα γίνω στο στόμα σου

το στόμα, θα γίνω στα κείμενά σου

και τα κείμενα στις σιέστες σου

και οι σιέστες στα μέλη σου θα γίνω

θα γίνω τα μέλη στα δάκρυά σου

και τα δάκρυα στα φιλιά σου

και τα φιλιά, θα γίνω τα φιλιά,

θα γίνω τα φιλιά στα γκρίζα σου μαλλιά

και τα γκρίζα μαλλιά των λειψάνων σου

και τα λείψανα των επιθυμιών σου

θα γίνω η επιθυμία σου για έρωτα

και το φύλο, θα γίνω, θα γίνω το φύλο

θα γίνω το φύλο της ψυχής σου


Isabel García Mellado Tic tac, toc toc” (Ya lo dijo Casimiro Parker, 2009)

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

2018 Julio Cortázar ‘Οδηγίες για το πώς να κλαίτε’

 (Δημοσιεύτηκε στην σελίδα μου στο ΦΒ)



Οδηγίες για το πώς να κλαίτε’

Ας αφήσουμε στην άκρη τους λόγους και ας μείνουμε στο σωστό τρόπο που μπορούμε να κλαίμε, επιλέγοντας ένα κλάμα που δε θα προκαλεί σκάνδαλο, ούτε θα προσβάλλει το χαμόγελο με την παράλληλη και αμήχανη ομοιότητά του. Το μέσο ή συνηθισμένο κλάμα συνίσταται σε μια γενική σύσπαση του προσώπου και ένα σπασμωδικό ήχο που συνοδεύεται από δάκρυα και μύξες, αυτά τα τελευταία στο τέλος, το κλάμα λοιπόν τελειώνει τη στιγμή που ακούγεται έντονα. Για να κλάψετε, στρέψτε τη φαντασία σας στον ίδιο σας τον εαυτό και εάν αυτό σας φαίνεται αδύνατο, επειδή έχετε προσβληθεί από τη συνήθεια να πιστεύετε στον έξω κόσμο, σκεφτείτε μια πάπια καλυμμένη από μυρμήγκια ή τους κόλπους στα στενά του Μαγγελάνου, όπου δεν μπαίνει κανείς, ποτέ. Μόλις έρθει το κλάμα, θα πρέπει να καλύψετε το πρόσωπο με ευπρέπεια, χρησιμοποιώντας και τα δύο χέρια με τις παλάμες γυρισμένες προς τα μέσα. Τα παιδιά θα κλάψουν με το μανίκι στο πρόσωπο και κατά προτίμηση σε μια γωνιά του δωματίου. Μέση διάρκεια του κλάματος τρία λεπτά.


Τρίτη 15 Μαΐου 2018

FERNANDO IWASAKI: ΚΡΟΥΣΦΙΤΣΕ, 834 μ.χ. από το βιβλίο “Ajuar funerario” (Νεκρικά Προικιά)

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'INTELLECTUM' (τεύχος 14) το 2018




«Οι τελευταίοι επιζώντες έχουμε μαντρωθεί στο παρεκκλήσι του κάστρου και εμπιστευτήκαμε τον εαυτό μας στην Αγία Γερτρούδη της Νίβελ. Ο κύριος επίσκοπος έχει ρίξει χώμα από τον άγιο τάφο του στην είσοδο και καταραμένος να είναι ο βασιλιάς μας, που έχει φέρει το κακό στο Κρούσφιτσε. Στην αρχή ήταν η πανούκλα, μετά οι σοδιές, αργότερα οι λύκοι και τώρα αυτό το άγριο κοπάδι.
»Ενώ γράφω αυτές τις γραμμές ήδη θα πρέπει να έχουν ειδοποιήσει τους ζητιάνους του δρόμου και τους γέροντες που χρειάστηκε να αφήσουν στα σπίτια τους: την καημένη την κυρία Μπάρβινσκι, τον φαρμακοποιό Μίχαλ Ντιμίτρ και τον γεροξεκούτη τον Κίριλ. Ο Θεός να ελεήσει τις ψυχές τους! Εδώ θα επιτεθούν πριν το ξημέρωμα, μόλις σωθεί το λάδι από τους πυρσούς.
»Ο επίσκοπος θέλει να προσευχηθούμε, αλλά τώρα πια είναι πολύ αργά. Κάποιοι θέλουν να βάλουν φωτιά στην εκκλησία κι άλλοι προτείνουν να πετάξουμε έξω τα παιδιά, για να δούμε αν έτσι θα εξευμενιστούν και θα μας αφήσουν ήσυχους. Στο Πσαμέσλ είχε αποτέλεσμα πριν από είκοσι χρόνια κι από τότε η πόλη βρίσκεται υπό την προστασία των Παιδιών Μαρτύρων της. Ο Γιακούμπ ο σιδεράς έχει ορκιστεί να σκοτώσει όποιον πλησιάσει τα παιδιά του. Θεέ μου, αν μπορούσαν να είναι όλοι άγιοι!
»Οφείλω να αφήσω αυτό το γράμμα στο κουτί με το άθικτο χέρι της ερημίτισσας Αγίας Μπλαντίνα, μέσα στο μπαούλο με τα άγια λείψανα. Είναι άγρια και πεινασμένα· αλλά δε θα αφήσουμε Κύριε τα ποντίκια να φάνε και τους θησαυρούς σου. Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα.»
Φερνάντο Ιγουασάκι (Από το βιβλίο ‘Νεκρικά Προικιά’)

Ο Φερνάντο Ιγουασάκι γεννήθηκε στη Λίμα του Περού το 1961. Σήμερα κατοικεί στη Σεβίλλη (Ισπανία) έχοντας αναπτύξει δραστηριότητα και στις δύο χώρες ως ιστορικός, κριτικός, αφηγητής και δοκιμιογράφος. Κύριο χαρακτηριστικό του έργου του είναι η παρουσία της ιστορίας και μια έντονη αίσθηση του χιούμορ. 

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

2018 Julio Cortázar ‘Απόγευμα στην αυλή’

  (Δημοσιεύτηκε στην σελίδα μου στο ΦΒ)


Του Τόμπυ του αρέσει να βλέπει το ξανθό κορίτσι όταν περνάει από την αυλή. Σηκώνει το κεφάλι του και κουνάει λίγο την ουρά*, αλλά στη συνέχεια παραμένει ακίνητος, ακολουθώντας με τα μάτια του τη λεπτή σκιά που με τη σειρά της ακολουθεί το ξανθό κορίτσι στα πλακάκια της αυλής. Το δωμάτιο είναι δροσερό και ο Τόμπυ απεχθάνεται τον ήλιο την ώρα της σιέστας. Δεν του αρέσει καν οι άνθρωποι να είναι όρθιοι
εκείνη την ώρα και η μόνη εξαίρεση είναι το ξανθό κορίτσι. Για τον Τόμπυ το ξανθό κορίτσι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Κουνάει ξανά την ουρά* ευχαριστημένος που την έχει δει και αναστενάζει. Είναι απλά χαρούμενος, η ξανθιά κοπέλα έχει περάσει από την αυλή, την έχει δει για μια στιγμή, έχει ακολουθήσει με τα μεγάλα φουντουκίσια μάτια του τη σκιά της στα πλακάκια. Ίσως το ξανθό κορίτσι ξαναπεράσει. Ο Τόμπυ αναστενάζει ξανά, κουνάει για μια στιγμή το κεφάλι του σαν να θέλει να διώξει μια μύγα, βάζει τη βούρτσα στο βάζο και συνεχίζει να απλώνει την κόλλα* στο κόντρα πλακέ.
*cola (Ισπαν.)=ουρά, κόλλα

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Octavio Paz: 'Το μπλε μπουκέτο' Μετάφραση από τα Ισπανικά

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'INTELLECTUM' (τεύχος 12) το 2016

Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Από το φρεσκοβρεγμένο πάτωμα, που ήταν φτιαγμένο από κόκκινα τούβλα, έβγαινε ένας καυτός ατμός. Μια πεταλούδα με γκριζωπά φτερά πετούσε μεθυσμένη γύρω από ένα κιτρινωπό φως. Πήδησα από την αιώρα και ξυπόλυτος διέσχισα το δωμάτιο, προσέχοντας να μην πατήσω σε κανένα σκορπιό που είχε βγει από την κρυψώνα του για να πάρει φρέσκο αέρα. Πλησίασα το μικρό παράθυρο και εισέπνευσα τον αέρα της εξοχής. Ακουγόταν η ανάσα της νύχτας, τεράστια και θηλυκή. Επέστρεψα στο κέντρο του δωματίου, άδειασα το νερό από την κανάτα σ' ένα εμαγιέ λαβομάνο και ύγρανα την πετσέτα. Έτριψα το κορμί και τα πόδια μου με το βρεγμένο πανί, στέγνωσα κάπως και, μόλις βεβαιώθηκα ότι δεν κρυβόταν κανένα ζωύφιο στα τσακίσματα που έκαναν τα ρούχα μου, ντύθηκα και φόρεσα τα παπούτσια μου. Κατέβηκα πηδώντας τα σκαλοπάτια που ήταν βαμμένα πράσινα. Στην πόρτα του πανδοχείου έπεσα πάνω στον ιδιοκτήτη, έναν μονόφθαλμο και λιγομίλητο τύπο. Καθόταν σ' ένα ψάθινο καρεκλάκι και κάπνιζε με το μάτι κλειστό. Με ρώτησε με βραχνή φωνή:
- Πού πάτε κύριε;
- Πάω μια βόλτα. Κάνει πολλή ζέστη.
- Μμμ, τώρα όλα είναι κλειστά. Κι εδώ γύρω δεν υπάρχει καθόλου φωτισμός. Καλύτερα να μείνετε εδώ.
Σήκωσα τους ώμους, ψιθύρισα "επιστρέφω αμέσως" και χάθηκα στο σκοτάδι. Στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα. Περπάτησα στα τυφλά στο λιθόστρωτο. Άναψα ένα τσιγάρο. Ξαφνικά ξεπρόβαλε το φεγγάρι από ένα μαύρο σύννεφο και φώτισε έναν άσπρο τοίχο, εδώ κι εκεί πεσμένο. Σταμάτησα, τυφλωμένος μπροστά σε τόση λευκότητα. Φύσηξε ένα αεράκι. Ανέπνευσα τον αέρα που έφερνε τα αρώματα από τους ταμάρινδους. Η νύχτα δονούνταν, γεμάτη φύλλα και έντομα. Οι γρύλοι κρύβονταν μέσα στο ψηλό χορτάρι. Σήκωσα το κεφάλι: και τ' αστέρια ψηλά είχαν εγκαταστήσει ολόκληρο στρατόπεδο. Σκέφτηκα ότι το σύμπαν ήταν ένα απέραντο σύστημα από σήματα, μια συνομιλία ανάμεσα σε απειράριθμα όντα. Οι πράξεις μου, το πριόνισμα του γρύλου, το αναβόσβημα του αστεριού, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παύσεις και συλλαβές, διασκορπισμένες φράσεις αυτού του διαλόγου. Ποια θα μπορούσε να είναι εκείνη η λέξη της οποίας εγώ ήμουν μια συλλαβή; Ποιος λέει αυτή τη λέξη και σε ποιον τη λέει; Έριξα το τσιγάρο κάτω στο πεζοδρόμιο. Κατά την πτώση διέγραψε μια φωτεινή τροχιά, ρίχνοντας στιγμιαίους σπινθήρες, σαν μικροσκοπικός κομήτης.
Περπάτησα για αρκετή ώρα, αργά. Ένιωθα ελεύθερος, σίγουρος ανάμεσα στα χείλη που αυτή τη στιγμή μου απευθύνονταν με τόση ευτυχία. Η νύχτα ήταν ένας κήπος γεμάτος μάτια. Ενώ διέσχιζα το δρόμο, μου φάνηκε πως κάποιος ξεπρόβαλε από μια πόρτα. Γύρισα αλλά δεν διέκρινα τίποτα. Επιτάχυνα το βήμα μου. Αμέσως μετά άκουσα έναν ήχο από σανδάλια πάνω στις καυτές πέτρες. Δεν θέλησα να γυρίσω, αν και ένιωθα ότι η σκιά πλησίαζε όλο και περισσότερο. Προσπάθησα να τρέξω. Δεν μπόρεσα. Σταμάτησα ξαφνικά, απότομα. Προτού προφτάσω να υπερασπίσω τον εαυτό μου, αισθάνθηκα τη μύτη ενός μαχαιριού στην πλάτη μου και μια γλυκιά φωνή:
- Μην κουνηθείτε, κύριε, αλλιώς σας έθαψα.
Χωρίς να στρέψω το κεφάλι ρώτησα:
- Τι θέλεις;
- Τα μάτια σας, κύριε - απάντηση η απαλή, σχεδόν πονεμένη φωνή.
- Τα μάτια μου; Σε τι θα σε χρησίμευαν τα μάτια μου; Κοίτα, έχω λίγα χρήματα εδώ. Δεν είναι πολλά, αλλά είναι κάτι. Θα σου δώσω όλα όσα έχω αν μ' αφήσεις. Μη με σκοτώσεις.
- Μη φοβάστε κύριε. Δεν θα σας σκοτώσω. Το μόνο που θέλω είναι να σας αφαιρέσω τα μάτια.
- Μα γιατί θέλεις τα μάτια μου;
- Είναι μια ιδιοτροπία της αρραβωνιαστικιάς μου. Θέλει ένα μπουκετάκι με μπλε μάτια, κι εδώ γύρω λίγο δύσκολο να τα βρεις.
- Τα μάτια μου δεν σου κάνουν. Δεν είναι μπλε, είναι καστανά.
- A, κύριε, δεν θα ήθελα να με εξαπατήσετε. Ξέρω καλά ότι τα μάτια σας είναι μπλε.
- Δεν αφαιρούν έτσι τα μάτια από έναν τυχαίο άνθρωπο. Θα σου δώσω κάτι άλλο.
- Μην παίζετε μαζί μου, είπε με σκληρότητα. Γυρίστε το πρόσωπό σας.
Γύρισα. Ήταν μικρός και εύθραυστος. Ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα κάλυπτε το μισό του πρόσωπο. Κρατούσε με το δεξί του χέρι μια ματσέτα που έλαμπε στο φως του φεγγαριού.
- Φωτίστε το πρόσωπό σας.
Άναψα ένα σπίρτο και πλησίασα τη φλόγα στο πρόσωπο. Το έντονο φως με ανάγκασε να ανοιγοκλείσω τα μάτια. Ξεκόλλησε τα βλέφαρά μου με σταθερό χέρι. Δεν μπορούσε να δει καλά. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και με κοίταξε έντονα.
Η φλόγα μου έκαιγε τα δάχτυλα. Πέταξα το σπίρτο. Για μια στιγμή επικράτησε ησυχία.
-Πείσθηκες τώρα; Τα μάτια μου δεν είναι μπλε.
- Α, τι επιμονή είναι αυτή! - αποκρίθηκε-. Για να δω, ανάψτε άλλο ένα.
Άναψα κι άλλο σπίρτο και το πλησίασα στα μάτια μου. Τραβώντας μου το μανίκι, με διέταξε.
- Γονατίστε.
Γονάτισα. Με το ένα χέρι μ' έπιασε από τα μαλλιά, ρίχνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω. Έσκυψε πάνω μου, περίεργος και ανήσυχος, ενώ η ματσέτα κατέβαινε αργά μέχρι που σχεδόν ξύριζε τα βλέφαρά μου. Έκλεισα τα μάτια.
- Ανοίξτε τα καλά - διέταξε.
Άνοιξα τα μάτια. Η φλόγα μου έκαιγε τα βλέφαρα. Ξαφνικά με άφησε.
- Εντάξει, τελικά δεν είναι μπλε, κύριε. Ξεχάστε το.
Και εξαφανίστηκε.
Στηρίχθηκα στον τοίχο, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια. Στην συνέχεια στάθηκα όρθιος. Καθώς έτρεχα για περίπου μια ώρα στην έρημη κωμόπολη, μια έπεφτα και μια σηκωνόμουν. Όταν έφθασα στην πλατεία, είδα τον ιδιοκτήτη του πανδοχείου να κάθεται ακόμη μπροστά στην πόρτα.
Μπήκα μέσα χωρίς να πω λέξη.
Την επόμενη ημέρα έφυγα από την κωμόπολη.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ

Δημοσιεύτηκε στην ομαδική συλλογή διηγημάτων “ΑΠΙΘΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ” (εκδόσεις 'i-write.gr' -2015)




O AΓIAΣMOΣ

Eνα έχω να πω: Tο αναρριχώμενο δεν το ξερρίζωσε η κυρα-Γιωργία με τίποτα. Nαι, είμαι απόλυτος και ισχυρογνώμων. Θα ήταν πολύ μεγάλη κούραση για μένα να προσπαθήσω να σας πείσω για το αντίθετο. Mπορεί να πετάει τα αποφάγια με το αλουμινόχαρτο από τον τρίτο για χάρη των γατών της γειτονιάς, αλλά όχι, το αναρριχώμενο δεν το ξερρίζωσε.
"Eσύ, που σ' ενοχλούν τα φυτά και τα καταστρέφεις, είσαι ένα κοινός 'φρενοβλαβής με το πριόνι' και δε διαφέρεις σε τίποτα απ' αυτόν που τεμαχίζει μικρά παιδιά." Tα φυτά της πολυκατοικίας σου.
Eίχα ετοιμάσει στο κομπιούτερ το παραπάνω μήνυμα και το τύπωσα σε χαρτί A4, αλλά στο τέλος μετάνοιωσα και δεν το κόλησα στην πόρτα του ασανσέρ, όπως σχεδίαζα. Hταν τότε που βρήκα στο παρτέρι επιδεικτικά σπασμένο το πιο πρόσφατο δημιούργημά μου, τη μεγαλύτερη από τις δύο τρεις καστανιές που είχα σπύρει τον περασμένο χειμώνα.
Kαι νάμαστε όλοι να αναβάλλουμε το ραντεβού με τον οδοντίατρο, να στερούμε το γιο από την προπόνηση της Παρασκευής και την κόρη από το μπαλλέτο. Πανέτοιμοι για τον αγιασμό. Λες και τα φυτά δεν τα ξερρίζωνε ανθρώπινο χέρι, λες και τα ξερρίζωνε ο οξαποδός. Παναγία βόηθα!
Oταν πρωτοήρθαμε στην πολυκατοικία πριν από τρία περίπου χρόνια, η μόνη γνωριμία που είχαμε ήταν μια παληά συμμαθήτρια της αδελφής μου από το γυμνάσιο, η Mατίνα, που έμενε στον ίδιο όροφο με μας και ήταν από τους οικοπεδούχους. "-Δεν προσέξατε οτι με τόσο χώρο πίσω από την πυλωτή δεν έχουμε φυτά;"
Mε το "καλωσήλθατε" μας έμπασε στο πρόβλημα. Aπό τότε θεωρώ οτι στην πολυκατοικία, παρ' όλο που δεν έχουμε κόψει την καλημέρα, κάτι το κρύο υπάρχει ανάμεσά μας. Kι είναι γιατί ο ένας υποπτεύεται τον άλλο πως "αυτός είναι που ξερριζώνει τα φυτά' κι ο καθένας βέβαια εφευρίσκει κάποιο λόγο. H μόνη περιέργεια που έχω είναι για ποιο λόγο τάχα, σύμφωνα με τη λογική του ψηλού με το μουστάκι που μένει στο 2ο, που ομολογουμένως είναι υπεράνω πάσης υποψίας, καθώς φυτεύει και περιποιείται συνεχώς φυτά εις πείσμα του τέρατος, για ποιό λόγο λοιπόν ξερριζώνω εγώ τα φυτά, που τυχαίνει μάλιστα να έχω φυτέψει και τα μισά απ' αυτά. Oρίστε, προσπαθώ να δικαιολογηθώ κιόλας τώρα!
Oπως είπα και παραπάνω δεν πιστεύω με τίποτα οτι το αναρριχώμενο -το καμάρι του κήπου- το ξερρίζωσε η κυρα- Γιωργία. Mεγάλη γυναίκα είναι, γλυκύτατη αν και πολύ γκρινιάρα.
Περιορίζεται στο να αποσυντονίζει μέχρι καταστροφής του το χρονοδιακόπτη που ρυθμίζει το άναμμα των φώτων της πυλωτής, "Aυτοκίνητο δεν έχει και γιατί να πληρώνει αυτή". Aκόμη μας κάνει συνεχώς παρατηρήσεις, εμάς και τους επισκέπτες μας, για την "αλόγιστη χρήση" του κονόχρηστου ρεύματος "μαλώστε τα παιδιά σας να μη παίζουν με το ασανσερ, χώρια τα φώτα που το πατάνε και το ξαναπατάνε."
Mάλιστα κάποια πρωινά την "συνέλαβα" να φυτεύει και άλλη μέρα να σκαλίζει κάποια πανέμορφα λουλούδια, όχι από τα πολύ γνωστά, απ' αυτά που παρέπεμπαν κατευθείαν στον παληό της κήπο.
Παρά το ότι δεν πιστεύω στην ύπαρξη του οξαποδού, εγώ ήμουν αυτός που πήγε κι έκλεισε τον πατέρα Nεκτάριο στην εκκλησία του Aγίου Σπυρίδωνα για τον αγιασμό.
Eφτανε μια μικρή συζήτηση όταν πήγαμε για το σαράντισμα του μωρού για να γίνουμε φιλαράκια. Πρώην κνίτης ο παππάς, πρώην πειρατής στο ραδιόφωνο, πρώην αγιορείτης μοναχός και νυν εφημέριος της ευλογημένης ενορίας μας και φοιτητής της θεολογικής σχολής. Hμουν σίγουρος οτι ήξερε τους κώδικες που χρησιμοποιούν τα ξωτικά και οτι θα κατάφερνε τελικά να ξαναφέρει το πράσινο χρώμα στα παρτέρια μας!
Bρέθηκα να τον περιμένω έξω από την εκκλησία μετά τον εσπερινό.
"Πάτερ μου" του είπα "έχουμε κρεμάσει τις ελπίδες μας σε σένα".
Mε ρώτησε αν είχαμε κανένα ετοιμοθάνατο και περιμέναμε απ' αυτόν να του δώσει άφεση των αμαρτιών.
"Δεν κάνω πλάκω" του απάντησα σχεδόν κρατώντας τα γέλια μου.
"Eνας αθεόφοβος μας τσακίζει τα φυτά."
Aκουσα με ανακούφιση οτι την Παρασκευή που μας έρχεται μπορεί.
"Eγώ νάρθω ν' αγιάσω, δουλειά μου είναι, αλλά είναι ορισμένες περιπτώσεις που δεν πιάνουν οι αγιαστούρες" και με ρώτησε αν τα πιστεύω αυτά.
"Aσε τί πιστεύω εγώ παππά μου. Σκοπός είναι να το αποκαλύψουμε το κάθαρμα της κοινωνίας."
"Θέ μου σχώρα μας" πρόσθεσε αναστατωμένος.
Kοίταξε γύρω γύρω συνομωτικά και μου ψιθύρισε στο αυτί πως "είναι θέμα ψυχολογίας, θα τον καταλάβαινε από τα μάτια, φτάνει να ήταν παρών και να είχε τη ματιά μου σύμμαχο."
Στα άλλα δύο διαμερίσματα μένουν δύο φοιτητές και μια φοιτήτρια με το γκόμενο και έχουν γραμμένο τον κήπο μας, τα φυτά μας -ή τα μη φυτά μας- και την ανωμαλία που μας δέρνει! Kοιτάνε τα ξενύχτια τους, τα γαμήσια τους και -φαντάζομαι- το διάβασμά τους.
H Mατίνα δίπλα μας ζει ήσυχα με τον πενηντάρη άντρα της. Hσυχη κι αθόρυβη, απλά με τα χρόνια η κηδεμονία από τα χέρια του πατέρα της πέρασε στ' αδέλφια και αμέσως μετά στον σύζυγο, φίλο του μεγαλύτερου αδελφού. Hσυχη κι αθόρυβη, παρ' όλο που δεν καταλάβαινες αν αυτό που έκρυβε στην ψυχή της ήταν μια ατέλειωτη αγάπη για όλους ή ένα απέραντο μίσος.
O κυρ Eυθύμης ο πατέρας της ζει με τη γυναίκα του και τους τέσσερις γυούς του ηλικίας από σαράντα έως πενήντα. O ένας απ' αυτούς ο Aντώνης, ο μικρότερος,είχε παντρευτεί ένα φεγγάρι -μόνο ένα- και χώρισε σχεδόν αμέσως χωρίς να κάνει παιδί. Oι άλλοι κράτησαν τα φεγγάρια για τον εαυτό τους!
Mένουν όλοι μαζί σ' ένα δυαράκι, δύο στενά πάνω από μας, στην ανηφόρα. Tο σπίτι το αγόρασε ο "μικρός' όταν παντρεύτηκε, κι όταν δόθηκε η αντιπαροχή, η θυσία τους για την ευτυχία της Mατίνας τους στρίμωξε στο δυαράκι όλους μαζί.
Παληά ζούσαν σ' ένα από τα σπιτάκια που έδωσαν αργότερα τη θέση τους στην πολυκατοικία μας. Tα σπιτάκια αυτά βρίσκονταν στις δύο όχθες ενός ρυακιού που το χειμώνα ήταν δύσκολο να το περάσει κάποιος που ήθελε να πάει από το Kαυτατζόγλειο στην Tριανδρία ή το αντίθετο.
H κυρα-Σοφία η γυναίκα του εκτός από την αγανάκτησή της για τον "ανεπρόκοπο", είχε καθημερινά να αντιμετωπίσει και τα κρυφά γελάκια που είχαν οι γειτόνισες μεταξύ τους. Oλοι ξέρανε πως είχε μπλέξει με μια μικρούλα μοδίστρα, τη Δέσποινα και μάλιστα όλοι θυμούνται εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα που πέταξε τη γυναίκα του με το μωρό και τους γυούς του, ολόκληρα παλληκάρια, στο δρόμο και τον περίμεναν ξεροσταλιάζοντας στο πάρκο μέχρι να βγάλει τα μάτια του στο σπίτι.
Tώρα ζουν τη θλιβερή ζωή τους στις εντολές ενός παράφρονα πατέρα και με μια μάνα που το μυαλό της φτάνει ίσα-ίσα για να μαγειρεύει και να σιδερώνει για πέντε άντρες πουκάμισα.
Tην Παρασκευή το πρωί βρήκα τους συγκατοίκους που φεύγουμε την ίδια ώρα για τη δουλειά μαζεμένους στο μεγάλο παρτέρι, στο πίσω μέρος της πυλωτής.
Γύρισε και με είδε ο ψηλός με το μουστάκι από το δεύτερο, έδειξε το παρτέρι και χτύπησε με πίκρα το χέρι στο πόδι του: έλειπαν όσα φυτά είχαν γλυτώσει από τη μανία του τέρατος που ζούσε ανάμεσά μας. Mια γέρικη θεόρατη τριανταφυλλιά που είχα φυτέψει εγώ -για την ακρίβεια την είχα ξεφορτωθεί, γιατί δεν άνθιζε πιά-, δυο-τρεις μολόχες, μια μικρή βυσινιά και μια δίμετρη ανθισμένη μπουκαμβίλια. Kάποιος τα είχε βγάλει προσεκτικά με τη ρίζα τους κι είχε αφήσει μόνο μικρές και μεγάλες λακούβες και φρεσκοσκαμμένο χώμα. Eγώ είπα πως "σίγουρα τό 'κανε χαράματα γιατί γύρισα αργά το βράδι και ήταν απείραχτα". "Kάθαρμα, κάθαρμα" ψέλισε με θυμό ο άντρας της διπλανής μου.
Oρισμένοι είχαν κατέβει για τον αγιασμό από τις πεντέμιση. Aλλος για να πάει το σκύλο για κατούρημα, άλλος για να ξύσει τις κουτσουλιές από τον ουρανό του αυτοκινήτου, άλλος για να επιβλέψει το ξεμούδιασμα των παιδιών.
Στις έξι και λίγα λεπτά κατέφθασε κι ο πάτερ Nεκτάριος. Kάτω απ' τη μασχάλη του κρατούσε μια μαύρη τσάντα. Xαιρέτησε με σοβαρότητα την ομήγυρη κι έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο σε μένα.
Aπόθεσε την τσάντα πάνω σ' ένα αυτοκίνητο, την άνοιξε με ευλάβεια, έβγαλε το πετραχήλι, το φίλησε και μετά το φόρεσε. Eβγαλε ένα κοντόχοντρο βιβλιαράκι και το κράτησε σφιχτά στην κοιλιά του. Oι γυναίκες του έβαλαν νερό για τον αγιασμό. Tο ανακάτεψε μ' ένα κομμάτι βασιλικό, μουρμούρισε κάτι ευχές και έδειξε να είναι έτοιμος.
Mαζεύτηκαν όλοι γύρω από το "καταραμένο" παρτέρι. Oι γυναίκες φορούσαν τα καλά τους σα να πήγαιναν στην εκκλησία: Tαγιέρ ή φούστα μπλούζα με χαμηλά σκούρα παπούτσια. Oι άντρες τουλάχιστον δε φορούσαν τα τζην σορτς ή τις αθλητικές φόρμες με τις οποίες συνήθως έκαναν την εμφάνισή τους στην πυλωτή.
O πάτερ Nεκτάριος βρήκε μισό λεπτό την ευκαιρία και με πλησίασε πίσω από μια χοντρή κολόνα "έμαθα ποιός είναι" μου είπε "θα δεις". "Πού, ποιός;" έδειξαν τα μάτια μου. "Mε βρήκε μια χριστιανή. Θα σου πω".
"Eυλογητός ο Θεός ημών πάντοτε νυν και αει και εις τους αιώνας....". Oλοι σταυροκοπήθηκαν. "Kύριε εισάκουσον της προσευχής μου ενώτισε την δέησήν μου εν τη αληθεία σου..."
"Σώσον Kύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου..."
Eνω συνέχισε να ψέλνει και να ραντίζει το παρτέρι, τον είδα που προσπαθούσε να βρει τη ματιά μου. Oταν επιτέλους τα βλέμματά μας συναντήθηκαν "Aυτός" μου έδειξε με μια κίνηση των ματιών του. O κυρ Eυθύμης, ο πατέρας της διπλανής μας, ανηφόριζε εκείνη τη στιγμή με την ανυποψίαστη σύζυγό του.
"Θεός Kύριος και επέφανεν ημίν ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Kυρίου..."
Aπό εκείνη τη στιγμή δεν τον έχασα από τα μάτια μου. Tριγύριζε ανάμεσα στους γειτόνους, αλλά φρόντιζε να κρατιέται μακρυά από το παρτέρι, λες και ήταν φωτιά. Σε μια στιγμή μόνο, κι ενώ ο πάτερ Nεκτάριος συνέχιζε να διώχνει τα ξωτικά, πλησίασε πίσω από τις πλάτες μας το παρτέρι κι έσιαξε με το πόδι του το χώμα σε μια από τις τρύπες που είχαν ανοιχτεί.
Ξαφνικά ο παππάς σταμάτησε στη μέση τον αγιασμό και φώναξε αυστηρά "κυρ Eυθύμη", αυτός απόρησε που ήξερε τ' όνομά του, "έλα μπροστά να σ' αγιάσω κι εσένα χριστιανέ μου". Aυτός έμεινε για λίγο ακίνητος, μετά έκανε ένα βήμα πίσω, πήγε κάτι να πει και κόμπιασε. Aκολούθησε ένα λεπτό χωρίς να συμβαίνει τίποτα, κενό που σίγουρα επιδίωξε ο πάτερ Nεκτάριος για να βγάλει αυτό που ήθελε.
"Γιατί τόκανες άνθρωπέ μου;" ξεστόμισε με στοργή ο παππάς, με μιας είκοσι βλέμματα γύρισαν και τον κάρφωσαν, "ρε μπαμπά" είπε με πίκρα η Mατίνα.
"Eδω έσπερνα επί τριάντα χρόνια μαρούλια και κρεμμυδάκια" είπε με τρεμάμενη φωνή ο κυρ Eυθύμης. "Γι' αυτό", συμπλήρωσε κι αποχώρησε ήσυχος.
O παππάς μάζεψε τα πράγματά του, "θα σου πω" μου έκανε νόημα με το χέρι και το στόμα και κατηφόρισε για το δρόμο.
Kανένας από την πολυκατοικία δεν είπε τίποτα. Πιο πολύ λυπόμασταν την καημένη τη Mατίνα, με τί πρόσωπο θα μας αντίκρυζε. Kάτι τέτοιο θα σκεφτόταν κι αυτή που, παρ' όλο που το μυστήριο είχε τελειώσει, έμενε ακίνητη να βλέπει τη θέση που πριν από λίγα λεπτά στεκόταν ο παππάς με την αγιαστούρα του.
Tην Kυριακή -δυό μέρες μετά το ξεμπρόστιασμα- ήρθε αλαφιασμένη η κυρα-Γιωργία από την εκκλησία και μας είπε πως "ξέρετε πού είναι τα φυτά; Eίναι φυτεμένα στο παρτέρι της πολυκατοικίας που μένει η κομμώτρια η Δέσποινα με τον άντρα της και τις δυο κόρες τους." Xτύπησε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της για τη συμφορά που τη βρήκε την καημένη τη γυναίκα αν το καταλάβει ο άντρας της και κατέληξε "τον ξεμωραμένο, το θεομπαίχτη" κι αυτή την πείραζε παληά όταν ήταν κορίτσι, αλλά τον ήξερε τί παληοτόμαρο ήταν.
Tην άλλη μέρα το πρωί όταν κατεβήκαμε να πάμε στη δουλειά μας, μια δυσάρεστη έκπληξη μας περίμενε: Kάποιος είχε σπάσει με σφυράκι τα καθρεφτάκια απ' όλα τα αυτοκίνητα. Θα ταρακουνιόταν κι ο φοιτητής όταν θα έβλεπε την κακοποιημένη BMW που του είχε αγοράσει πρόσφατα ο μπαμπάς. E μα πιά! Kαιρός ήταν να ξυπνήσει και να ενδιαφερθεί για τα τεκταινόμενα στην πολυκατοικία το κωλοπαίδι!
Kοιτάξαμε με άγχος το ρολόι μας, κάτι ψιθυρίσαμε χειρονομώντας κι ανέλαβα πάλι εγώ να κλείσω τον πατέρα Nεκτάριο για την ερχόμενη Παρασκευή.



Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

FERNANDO IWASAKI από το βιβλίο “Ajuar funerario” (Νεκρικά Προικιά) [Αποσπάσματα] Μετάφραση από τα Ισπανικά

Δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό 'ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ' (τεύχος 99) το 2012


.

Η ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΟΤΑΝ ΕΦΤΑΣΑ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΘΑΛΑΜΟ, συνάντησα τη μάνα μου περίλυπη στις σκάλες

      -Ρε μαμά, εσύ είσαι πεθαμένη.
      -Κι εσύ το ίδιο παιδί μου.
Κι αγκαλιαστήκαμε απαρηγόρητοι.



Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ

ΚΑΘΩΣ ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ, δε με πείραξε που ο καημένος ο αρραβωνιαστικός θα περνούσε το βράδι στο νεκροτομείο με το πτώμα της κοπέλας του. Την επόμενη μέρα τον βρήκαμε στο φορείο να αιμορραγεί, γυμνό, νεκρό από έρωτα. Η κοπέλα ακόμα να βρεθεί.



ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

ΕΦΤΑΣΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΚΡΑΤΗΣΗ, γιατί γι'αυτό είμαι συχνός πελάτης, αλλά δεν ήθελαν να μου δώσουν το μοναδικό δωμάτιο που τους έμενε ελεύθερο. Με τα χίλια ζόρια μου παρέδωσαν τα κλειδιά και προσφέρθηκαν να μου βρουν μια σουίτα σε άλλο ξενοδοχείο της αλυσίδας, εγώ όμως ήμουν πολύ κουρασμένος και ανέβηκα χωρίς να τους δώσω σημασία.
Η διακόσμηση δεν ήταν η ίδια με τα άλλα δωμάτια: οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με εσταυρωμένους και οι καθρέφτες μετά βίας αντικατόπριζαν τις κινήσεις μου. Αμέσως μόλις έπεσα στο κρεβάτι παρατήρησα τη ζωγραφιά στο ταβάνι: ένας Χριστός γέρος και άρρωστος που με κοιτούσε ξαφνιασμένος. Κοιμήθηκα με την ανεξήγητη αίσθηση ότι ήμουν σαβανωμένος.
Ένα παγωμένο καρφί με ξύπνησε και δίπλα μου στο κρεβάτι μια γυναίκα σαν μέσα από την ομίχλη μου είπε με ανείπωτη λύπη: “Γιατί είσαι τόσο απερίσκεπτος; Τώρα μένεις εσύ”. Από τότε συνεχίζω να περιμένω να έρθει κάποιος άλλος, για να τον ξυπνήσω με τα παγωμένα μου δάκτυλα και να μπορέσω να ξανακοιμηθώ.



Η ΣΠΗΛΙΑ

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΙΔΑΚΙ μου άρεσε να παίζω με τις αδελφές μου κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι των γονιών μου. Μερικές φορές παίζαμε το αντίσκηνο στην εξοχή κι άλλες φορές το ιγκλού στη μέση του πόλου, αν και το πιο ωραίο παιγχνίδι ήταν αυτό με τη σπηλιά. Πόσο μεγάλο ήταν το κρεβάτι των γονιών μου! Μια φορά πήρα το φακό από το τραπέζι τη νύχτα και είπα στις αδελφές μου ότι πήγαινα να εξερευνήσω το βάθος της σπηλιάς. Στην αρχή γελούσαν, μετά αγχώθηκαν και στο τέλος άρχισαν να με φωνάζουν με κραυγές. Όμως δεν τις έδωσα σημασία και συνέχισα να σέρνομαι μέχρι που σταμάτησα να ακούω τις τσιρίδες τους. Η σπηλιά ήταν τεράστια και μόλις τέλειωσαν οι μπαταρίες μου ήταν αδύνατο να επιστρέψω. Δεν ξέρω πόσα χρόνια πέρασαν από τότε, γιατί η πυτζάμα μου δε μου κάνει πια και πρέπει να τη φοράω δεμένη σαν τον Ταρζάν.
Άκουσα ότι η μαμά έχει πεθάνει.



Η ΕΥΧΗ

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΥΧΗ! -είπε η θεία Κάρμεν- κι εγώ ευχήθηκα να αναστηθεί η γιαγιά και φύσηξα τα κεριά. Όλοι έμειναν σιωπηλοί και η μαμά άρχισε να κλαίει γιατί της λείπει η γιαγιά και συνέχεια είναι με κοκκινισμένα μάτια. Ο μπαμπάς μου με τιμώρησε και πήγε τη μαμά στο σινεμά για να την ηρεμήσει, αλλά κι εμένα μου έλειπε η γιαγιά, γιατί μου έλεγε παραμύθια και μου έκανε γλυκά. Γι' αυτό έκανα την ευχή, για να γυρίσει πίσω στο σπίτι και η μαμά ξέσπασε σε κλάματα. Τί χαρά που θα κάνει όταν τη βρει στο κρεβάτι της, γεμάτη από πάνω ως κάτω με σκουληκάκια.



Η ΓΙΑΓΙΑΚΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Η ΜΑΜΑ ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ Η ΓΙΑΓΙΑΚΑ ήταν η πιο καλή γυναίκα στον κόσμο, κι ότι όλοι την αγαπούσαν και ποτέ δεν είχε πειράξει κανέναν. “Η γιαγιάκα είναι πάνω στον ουρανό, αγάπη μου”, έδειχνε η μαμά με το δάκτυλο, “περιτριγυρισμένη από αγγέλους και αγίους”. Όμως η μαμά δε θέλει να τη δει όταν έρχεται τη νύχτα στο δωμάτιό μου, κλαίγοντας και τελείως αχτένιστη, σέρνοντας ένα αλυσοδεμένο μωράκι.
Σίγουρα πεινάει γιατί μερικές φορές το δαγκώνει.



ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ

ΟΤΑΝ Η ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΗ ΕΦΥΓΕ, κανείς δε με πίστεψε πως ο διάβολός της έμεινε κρυμμένος στο διαμέρισμα. Ο Chullachaqui* έφαγε το χάμστερ, το είδα. Η καινούργια από το Εκουαδόρ μου υποσχέθηκε ότι θα ανέθετε στο δαίμονα να καθαρίσει το σπίτι. “Ο τεν τεν μου τον σκότωσε τον Chullachaqui”, με ξύπνησε ένα πρωί με ένα τρελό γέλιο και μου έδειξε μια πλαστική τσάντα που έσταζε αίμα. Όταν η μαμά έδιωξε την κοπέλα από το Εκουαδόρ, άρχισε να με φοβίζει ο τεν τεν, γιατί οι τεν τεν κλέβουν τις γυναίκες από τα σπίτια (ο μπαμπάς δεν καταλαβαίνει πως πρόκειται για άλλον τεν τεν). Ευτυχώς που ο muki** της βολιβιανής παραδουλεύτρας ανέλαβε τον τεν τεν. Ήταν νύχτα όταν τον ακούσαμε να κραυγάζει σα δαιμόνιο και κανέναν δεν τον ξαναπήρε ο ύπνος. Ο μπαμπάς είπε πως ήταν γάτα, αλλά εγώ ξέρω ότι ήταν ο τεν τεν που κραύγαζε την ώρα που ο muki του έκοβε το λαιμό. Με φοβίζει ο muki, τριχωτός και αηδιαστικός. Η μαμά δεν ήθελε άλλες νοτιοαμερικάνες και γιαυτό έκλεισε τη ρουμάνα. Δε μ' ευχαριστούσε καθόλου ο τρόπος που έβλεπε το μπαμπά μου, ούτε πώς την έβλεπε ο μπαμπάς μου. Σίγουρα τον δάγκωσε γιατί τις νύχτες κοιμάται στο φέρετρό του. Τώρα είναι κι ο μπαμπάς δράκουλας και δεν έχω άλλη επιλογή από να τον φροντίζω να γίνει καλά. Με το μυτερό χερούλι της κουτάλας σκοτώσαμε τη ρουμάνα. Αλλά ο μπαμπάς υπερασπίστηκε τον εαυτό του σα βαμπίρ και αναγκαστήκαμε να του καρφώσουμε το χερούλι του σφυριού και το κοντάρι της σκούπας. Ο muki έχει χάσει το ένα του μάτι και δεν ξέρω τί να κάνω μ' αυτόν. Κλαίει σαν έχει και άσθμα, αλλά η συσκευή μου για τις εισπνοές δε του κάνει.
* Μυθολογικός διάβολος της Περουβιανής και της Βραζιλιάνικης ζούγκλας του Αμαζονίου
**Το άτακτο ξωτικό που ζει στα ορυχεία του Περού



Η ΑΠΕΙΘΑΡΧΗ ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΗ

Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΟΙΤΟΥΣΕ την καινούργια με μάτια κοκκινισμένα από το αίμα, γιατί είχε ανακαλύψει ότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τους πιστούς που προσευχόταν στο παρεκκλήσι της μονής.
-Έχετε παραβεί τον όρκο της μοναστικής σας ζωής, αδελφή.
-Μα είμαστε νεκρές, άγια μητέρα! Ο Θεός μας έχει ξεχάσει!
-Και ποιός σας είπε ότι υπηρετούμε το Θεό, αδελφή;



ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΟΥΝ, πάντα με προκαλούσε απέχθεια η ιδέα του να κατοικώ μέσα σ' ένα τάφο έχοντας συνέχεια στο πρόσωπο την ίδια γκριμάτσα. Αντιθέτως με ενθουσίαζε να φαντάζομαι ότι, έστω μετά θάνατον, η καρδιά μου θα μπορούσε να συνεχίσει να χτυπάει, τα μάτια μου να απολαμβάνουν την ομορφιά και τα νεφρά μου να σμιλεύουν κοφτερές πέτρες μέσα σε ανώνυμους συνενόχους, σ' αυτό το παράλογο και υλιστικό παιχνίδι της εμμονής με τη ζωή. Αλλά είχα την κακοτυχία να πεθάνω πριν από τη σύζυγό μου και δεν έγινε ποτέ η δωρεά των οργάνων μου, ούτε μου έδωσαν την ικανοποίηση να καταλήξουν απομεινάρια από καμμένα μπάζα.
Δεν υπάρχει καλύτερο άλλοθι για το πένθος από ένα πτώμα, και αντί για αναμμένα εξαγνιστικά καρβουνάκια είχα μόνο λουλούδια που μόλις σάπισαν προσέλκυσαν τις πρώτες μύγες και τα πρώτα σκουλήκια. Πάνω από την πλάκα μου αυτή εκπροσώπησε το οδυνηρό τελετουργικό σύμφωνα με το νεκρικό πρωτόκολλο, και λίγα χρόνια αργότερα σταμάτησε να έρχεται, όταν αποφάσισε να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Δεν υπάρχει καλύτερο αφροδισιακό από ένα πτώμα. Στη συνέχεια μετά βίας συνέχισαν να με επισκέπτονται οι κόρες μου, μέχρι που άλλοι πεθαμένοι τις απόσπασαν από το πλευρό μου. Τώρα είμαι μια ακόμη τρύπα σ' αυτό το μεγάλο τσιμεντένιο τυρί.
Μ' ενοχλεί που όλοι τους είναι τόσο ήσυχοι, περιμένοντας μια κρίση που ποτέ δε θάρθει. Τώρα που μπορώ να βγω θα το κάνω με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Πεινάω, και σκέφτομαι να φάω το πρώτο πουλί που θα πλησιάσει.



Ο ΟΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ

Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ κοίταξε προς τον ουρανό σα να έψαχνε ένα θεϊκό σημάδι, και στα ξάγρυπνα από τις προσευχές μάτια της έλαμψε κρυστάλλινο ένα δάκρυ.
-Και λέτε ότι ο γερο-καθηγητής αρνείται να πάει στη λειτουργία, αδελφή;
-Έτσι ακριβώς, σεβάσμια μητέρα. Και βρίζει και προσβάλει την Παναγία.
-Δεν πειράζει, αδελφή. Οδηγήστε τον τότε να κάνει καμμιά βόλτα στον κήπο.
-Μάλιστα, σεβάσμια μητέρα.
-Αδελφή...
-Μάλιστα, σεβάσμια μητέρα.
-Τί θα λέγατε για κανένα ατύχημα;