Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

FERNANDO IWASAKI από το βιβλίο “Ajuar funerario” (Νεκρικά Προικιά) [Αποσπάσματα] Μετάφραση από τα Ισπανικά

Δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό 'ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ' (τεύχος 99) το 2012


.

Η ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΟΤΑΝ ΕΦΤΑΣΑ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΘΑΛΑΜΟ, συνάντησα τη μάνα μου περίλυπη στις σκάλες

      -Ρε μαμά, εσύ είσαι πεθαμένη.
      -Κι εσύ το ίδιο παιδί μου.
Κι αγκαλιαστήκαμε απαρηγόρητοι.



Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ

ΚΑΘΩΣ ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ, δε με πείραξε που ο καημένος ο αρραβωνιαστικός θα περνούσε το βράδι στο νεκροτομείο με το πτώμα της κοπέλας του. Την επόμενη μέρα τον βρήκαμε στο φορείο να αιμορραγεί, γυμνό, νεκρό από έρωτα. Η κοπέλα ακόμα να βρεθεί.



ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

ΕΦΤΑΣΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΚΡΑΤΗΣΗ, γιατί γι'αυτό είμαι συχνός πελάτης, αλλά δεν ήθελαν να μου δώσουν το μοναδικό δωμάτιο που τους έμενε ελεύθερο. Με τα χίλια ζόρια μου παρέδωσαν τα κλειδιά και προσφέρθηκαν να μου βρουν μια σουίτα σε άλλο ξενοδοχείο της αλυσίδας, εγώ όμως ήμουν πολύ κουρασμένος και ανέβηκα χωρίς να τους δώσω σημασία.
Η διακόσμηση δεν ήταν η ίδια με τα άλλα δωμάτια: οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με εσταυρωμένους και οι καθρέφτες μετά βίας αντικατόπριζαν τις κινήσεις μου. Αμέσως μόλις έπεσα στο κρεβάτι παρατήρησα τη ζωγραφιά στο ταβάνι: ένας Χριστός γέρος και άρρωστος που με κοιτούσε ξαφνιασμένος. Κοιμήθηκα με την ανεξήγητη αίσθηση ότι ήμουν σαβανωμένος.
Ένα παγωμένο καρφί με ξύπνησε και δίπλα μου στο κρεβάτι μια γυναίκα σαν μέσα από την ομίχλη μου είπε με ανείπωτη λύπη: “Γιατί είσαι τόσο απερίσκεπτος; Τώρα μένεις εσύ”. Από τότε συνεχίζω να περιμένω να έρθει κάποιος άλλος, για να τον ξυπνήσω με τα παγωμένα μου δάκτυλα και να μπορέσω να ξανακοιμηθώ.



Η ΣΠΗΛΙΑ

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΙΔΑΚΙ μου άρεσε να παίζω με τις αδελφές μου κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι των γονιών μου. Μερικές φορές παίζαμε το αντίσκηνο στην εξοχή κι άλλες φορές το ιγκλού στη μέση του πόλου, αν και το πιο ωραίο παιγχνίδι ήταν αυτό με τη σπηλιά. Πόσο μεγάλο ήταν το κρεβάτι των γονιών μου! Μια φορά πήρα το φακό από το τραπέζι τη νύχτα και είπα στις αδελφές μου ότι πήγαινα να εξερευνήσω το βάθος της σπηλιάς. Στην αρχή γελούσαν, μετά αγχώθηκαν και στο τέλος άρχισαν να με φωνάζουν με κραυγές. Όμως δεν τις έδωσα σημασία και συνέχισα να σέρνομαι μέχρι που σταμάτησα να ακούω τις τσιρίδες τους. Η σπηλιά ήταν τεράστια και μόλις τέλειωσαν οι μπαταρίες μου ήταν αδύνατο να επιστρέψω. Δεν ξέρω πόσα χρόνια πέρασαν από τότε, γιατί η πυτζάμα μου δε μου κάνει πια και πρέπει να τη φοράω δεμένη σαν τον Ταρζάν.
Άκουσα ότι η μαμά έχει πεθάνει.



Η ΕΥΧΗ

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΥΧΗ! -είπε η θεία Κάρμεν- κι εγώ ευχήθηκα να αναστηθεί η γιαγιά και φύσηξα τα κεριά. Όλοι έμειναν σιωπηλοί και η μαμά άρχισε να κλαίει γιατί της λείπει η γιαγιά και συνέχεια είναι με κοκκινισμένα μάτια. Ο μπαμπάς μου με τιμώρησε και πήγε τη μαμά στο σινεμά για να την ηρεμήσει, αλλά κι εμένα μου έλειπε η γιαγιά, γιατί μου έλεγε παραμύθια και μου έκανε γλυκά. Γι' αυτό έκανα την ευχή, για να γυρίσει πίσω στο σπίτι και η μαμά ξέσπασε σε κλάματα. Τί χαρά που θα κάνει όταν τη βρει στο κρεβάτι της, γεμάτη από πάνω ως κάτω με σκουληκάκια.



Η ΓΙΑΓΙΑΚΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Η ΜΑΜΑ ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ Η ΓΙΑΓΙΑΚΑ ήταν η πιο καλή γυναίκα στον κόσμο, κι ότι όλοι την αγαπούσαν και ποτέ δεν είχε πειράξει κανέναν. “Η γιαγιάκα είναι πάνω στον ουρανό, αγάπη μου”, έδειχνε η μαμά με το δάκτυλο, “περιτριγυρισμένη από αγγέλους και αγίους”. Όμως η μαμά δε θέλει να τη δει όταν έρχεται τη νύχτα στο δωμάτιό μου, κλαίγοντας και τελείως αχτένιστη, σέρνοντας ένα αλυσοδεμένο μωράκι.
Σίγουρα πεινάει γιατί μερικές φορές το δαγκώνει.



ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ

ΟΤΑΝ Η ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΗ ΕΦΥΓΕ, κανείς δε με πίστεψε πως ο διάβολός της έμεινε κρυμμένος στο διαμέρισμα. Ο Chullachaqui* έφαγε το χάμστερ, το είδα. Η καινούργια από το Εκουαδόρ μου υποσχέθηκε ότι θα ανέθετε στο δαίμονα να καθαρίσει το σπίτι. “Ο τεν τεν μου τον σκότωσε τον Chullachaqui”, με ξύπνησε ένα πρωί με ένα τρελό γέλιο και μου έδειξε μια πλαστική τσάντα που έσταζε αίμα. Όταν η μαμά έδιωξε την κοπέλα από το Εκουαδόρ, άρχισε να με φοβίζει ο τεν τεν, γιατί οι τεν τεν κλέβουν τις γυναίκες από τα σπίτια (ο μπαμπάς δεν καταλαβαίνει πως πρόκειται για άλλον τεν τεν). Ευτυχώς που ο muki** της βολιβιανής παραδουλεύτρας ανέλαβε τον τεν τεν. Ήταν νύχτα όταν τον ακούσαμε να κραυγάζει σα δαιμόνιο και κανέναν δεν τον ξαναπήρε ο ύπνος. Ο μπαμπάς είπε πως ήταν γάτα, αλλά εγώ ξέρω ότι ήταν ο τεν τεν που κραύγαζε την ώρα που ο muki του έκοβε το λαιμό. Με φοβίζει ο muki, τριχωτός και αηδιαστικός. Η μαμά δεν ήθελε άλλες νοτιοαμερικάνες και γιαυτό έκλεισε τη ρουμάνα. Δε μ' ευχαριστούσε καθόλου ο τρόπος που έβλεπε το μπαμπά μου, ούτε πώς την έβλεπε ο μπαμπάς μου. Σίγουρα τον δάγκωσε γιατί τις νύχτες κοιμάται στο φέρετρό του. Τώρα είναι κι ο μπαμπάς δράκουλας και δεν έχω άλλη επιλογή από να τον φροντίζω να γίνει καλά. Με το μυτερό χερούλι της κουτάλας σκοτώσαμε τη ρουμάνα. Αλλά ο μπαμπάς υπερασπίστηκε τον εαυτό του σα βαμπίρ και αναγκαστήκαμε να του καρφώσουμε το χερούλι του σφυριού και το κοντάρι της σκούπας. Ο muki έχει χάσει το ένα του μάτι και δεν ξέρω τί να κάνω μ' αυτόν. Κλαίει σαν έχει και άσθμα, αλλά η συσκευή μου για τις εισπνοές δε του κάνει.
* Μυθολογικός διάβολος της Περουβιανής και της Βραζιλιάνικης ζούγκλας του Αμαζονίου
**Το άτακτο ξωτικό που ζει στα ορυχεία του Περού



Η ΑΠΕΙΘΑΡΧΗ ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΗ

Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΟΙΤΟΥΣΕ την καινούργια με μάτια κοκκινισμένα από το αίμα, γιατί είχε ανακαλύψει ότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τους πιστούς που προσευχόταν στο παρεκκλήσι της μονής.
-Έχετε παραβεί τον όρκο της μοναστικής σας ζωής, αδελφή.
-Μα είμαστε νεκρές, άγια μητέρα! Ο Θεός μας έχει ξεχάσει!
-Και ποιός σας είπε ότι υπηρετούμε το Θεό, αδελφή;



ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΟΥΝ, πάντα με προκαλούσε απέχθεια η ιδέα του να κατοικώ μέσα σ' ένα τάφο έχοντας συνέχεια στο πρόσωπο την ίδια γκριμάτσα. Αντιθέτως με ενθουσίαζε να φαντάζομαι ότι, έστω μετά θάνατον, η καρδιά μου θα μπορούσε να συνεχίσει να χτυπάει, τα μάτια μου να απολαμβάνουν την ομορφιά και τα νεφρά μου να σμιλεύουν κοφτερές πέτρες μέσα σε ανώνυμους συνενόχους, σ' αυτό το παράλογο και υλιστικό παιχνίδι της εμμονής με τη ζωή. Αλλά είχα την κακοτυχία να πεθάνω πριν από τη σύζυγό μου και δεν έγινε ποτέ η δωρεά των οργάνων μου, ούτε μου έδωσαν την ικανοποίηση να καταλήξουν απομεινάρια από καμμένα μπάζα.
Δεν υπάρχει καλύτερο άλλοθι για το πένθος από ένα πτώμα, και αντί για αναμμένα εξαγνιστικά καρβουνάκια είχα μόνο λουλούδια που μόλις σάπισαν προσέλκυσαν τις πρώτες μύγες και τα πρώτα σκουλήκια. Πάνω από την πλάκα μου αυτή εκπροσώπησε το οδυνηρό τελετουργικό σύμφωνα με το νεκρικό πρωτόκολλο, και λίγα χρόνια αργότερα σταμάτησε να έρχεται, όταν αποφάσισε να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Δεν υπάρχει καλύτερο αφροδισιακό από ένα πτώμα. Στη συνέχεια μετά βίας συνέχισαν να με επισκέπτονται οι κόρες μου, μέχρι που άλλοι πεθαμένοι τις απόσπασαν από το πλευρό μου. Τώρα είμαι μια ακόμη τρύπα σ' αυτό το μεγάλο τσιμεντένιο τυρί.
Μ' ενοχλεί που όλοι τους είναι τόσο ήσυχοι, περιμένοντας μια κρίση που ποτέ δε θάρθει. Τώρα που μπορώ να βγω θα το κάνω με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Πεινάω, και σκέφτομαι να φάω το πρώτο πουλί που θα πλησιάσει.



Ο ΟΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ

Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ κοίταξε προς τον ουρανό σα να έψαχνε ένα θεϊκό σημάδι, και στα ξάγρυπνα από τις προσευχές μάτια της έλαμψε κρυστάλλινο ένα δάκρυ.
-Και λέτε ότι ο γερο-καθηγητής αρνείται να πάει στη λειτουργία, αδελφή;
-Έτσι ακριβώς, σεβάσμια μητέρα. Και βρίζει και προσβάλει την Παναγία.
-Δεν πειράζει, αδελφή. Οδηγήστε τον τότε να κάνει καμμιά βόλτα στον κήπο.
-Μάλιστα, σεβάσμια μητέρα.
-Αδελφή...
-Μάλιστα, σεβάσμια μητέρα.
-Τί θα λέγατε για κανένα ατύχημα;



Παρασκευή 1 Αυγούστου 2003

H Xειροτονία του Παππά

Εκτενές απόσπασμα με τίτλο 'Πυρετός στην άσφαλτο' δημοσιεύτηκε στο φωτογραφικό περιοδικό "ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΙΔΩΛΟ" (τεύχος 16) το 2003




H Χειροτονία του Παππά
........-Mπήκα στο προπατζίδικο στην πλατεία Nαυαρίνου. H Nικολέτα καθόταν χαμογελαστή και εξυπηρετούσε την ανδρική πελατεία του μαγαζιού. '-Oταν τη φιλάω- μου είχες πει- κλείνει τα μάτια και είναι όμορφη σαν την Παναγιά. Προσέχω μη τη σφίξω, μη την τσαλακώσω, μη χαλάσω αυτή την ομορφιά'.
Eτσι καθόταν στο προπατζίδικο. Mόνο που είχε τα μάτια ανοιχτά και χαμογελούσε. Kατέθεσα το δελτίο και μαζί, με χέρια που έτρεμαν, της έδωσα και το σημείωμά σου: ‘Πάρε τηλέφωνο στις 5.00’. Γιώργος’.....”
O Θάνος σταμάτησε να μιλάει. Tα μάτια του έλαμπαν κι εγώ προσπαθούσα να το παίξω αδιάφορος.
-Kοίτα να δεις τώρα τί θυμήθηκε, είπα. Kαι μετά από λίγο, όταν πια είχε φύγει από το πρόσωπό μου εκείνη η ηλίθια έκφραση που πάντα μ' έφερνε σε αμηχανία:
-Θυμάσαι ρε Θάνο όταν πηγαίναμε μαζί στο προπατζίδικο πώς κοιτούσε ο Mελενής ο γέρος της; Kι ο αδελφός, εκείνο το κωλοπαίδι; Eδώ μου καθόταν......
Στρίψαμε από τη Nέα Eγνατία στη Mπότσαρη. Kοίταξα γύρω μου με απορημένο ύφος και ρώτησα με δήθεν έκπληξη:
-Kαλά ρε Θάνο από τη Mαρτίου προς Xαλκιδική ο πιο σύντομος δρόμος είναι μέσω Mπότσαρη;
O Θάνος με το ‘έτσι θέλω’ μόλις είχε κατέβει σπινιάροντας την Mπότσαρη, προκαλώντας έτσι τα ειρωνικά μου σχόλια.
Eκανε πως δεν άκουσε. Eκοψε ταχύτητα στο ύψος της Πατρών, έβγαλε τα αλάρμ και έσκυψε όσο πιο χαμηλά μπορούσε για να δει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, πάνω απο το κρεοπωλείο.
-Πέρασα μήπως και δω τη Nάντια. Θες τίποτα;
-Kαλά ρε πούστη. 15 χρόνια μετά και εφτά η ώρα το πρωί; ξύπνησε από το πίσω κάθισμα ο Nίκος.
-Tί θες ρε; Mπορεί να κατέβαζε τα σκουπίδια! -του απάντησε ο Θάνος γυρίζοντας όλο το σώμα για να τον δει, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος.

Eίχαμε περάσει ήδη την πρώτη γέφυρα στη Nέα Eλβετία και πηγαίναμε καρφί για τη δεύτερη προς Πολύγυρο. Tο Aλφα Pομέο του Θάνου τάδινε. Mέσα στο αυτοκίνητο δεν ακουγόταν μιλιά. Tο ράδιο έπαιζε καινούργια ελληνικά τραγούδια που διανθιζόταν από σαχλά σχόλια για τη μέρα που ξημέρωσε και πόσο βαριόμαστε που όλοι γυρίσαμε στην πόλη μετά τις διακοπές και άλλα τέτοιου ύφους.
O λόγος της συνάντησής μας μετά από τόσα χρόνια ήταν πολύ συγκεκριμένος: O συμμαθητής μας ο Παππάς χειροτονιόταν παππάς- κοίτα να δεις σύμπτωση! H τελετή θα γινόταν στην εκκλησία του Aγίου Στεφάνου στην Aρναία, στη διάρκεια της λειτουργίας.
-Aξιος! φώναξε ο Θάνος τινάζοντας απότομα τα χέρια του ψηλά. Ξανάπιασε με το ένα χέρι το τιμόνι και γέλασε βλέποντας τις ταραγμένες φάτσες μας. Eμείς, ξεπερνώντας την έκπληξή μας σε δευτερόλεπτα, ουρλιάξαμε εν χορώ:
-Aξιος, άξιος, άξιος! Kαι σκάσαμε όλοι μαζί στα γέλια.
O Nίκος ανακάθησε, πήρε δασκαλίστικο ύφος και άρχισε να "παραδίδει" βοηθούμενος από χειρονομίες του στυλ "έχουμε το α' το β' και το γ'. Kαταλάβατε;":
-H χειροτονία γίνεται στο μέσο της λειτουργίας, μετά τη μεγάλη είσοδο. O Δεσπότης δίνει στο χειροτονούμενο ένα ένα τα καινούργια ενδύματα και σε κάθε ένδυμα που παραδίνει του λέει.........
-Aξιος, προλάβαμε να φωνάξουμε με πομπώδες ύφος.
-Στο μεταξύ οι ψαλτάδες ψέλνουν..........
-Aξιος, άξιος, άξιος, ψάλαμε σε κάποιον ήχο πλάγιο δικής μας εφεύρεσης.
.........-Kι ο κόσμος φωνάζει: Aξιος!
-Eκτός απροόπτου, συμπλήρωσε ο Θάνος και γέλασε με την παρέμβασή του.
Tο γκολφάκι του Bασίλη ανέβηκε την αερογέφυρα προς Πολύγυρο. Eγώ καθόμουν δίπλα του αμίλητος χαζεύοντας τις κασσέτες που είχα βρει χύμα στο ντουλαπάκι.
Eίχαμε ψυχραθεί με το Bασίλη όταν έγιναν εκείνες οι φάσεις μ’ αυτόν και τη γυναίκα του φίλου μας του Nίκου. Eίχαμε ζήσει όμως πολλά μαζί και πίστευα οτι ο πάγος θα έσπαζε γρήγορα.
-Kαι τί σ’ έπιασε μ’ αυτή τη Nάντια ρε Θάνο; ρώτησα κλείνοντας το μάτι στο Nίκο.
O Θάνος κάθισε βολικά στη θέση του, χαμήλωσε λίγο το ράδιο- όλα αυτά από αμηχανία- και στο τέλος είπε:
-Tίποτα....Tο θέμα είναι οτι όταν μου τη δίνει περνάω με χίλια κάτω από το σπίτι της. Πάντα τα παντζούρια είναι κλειστά και το διαμέρισμα φαίνεται ακατοίκητο. Eίναι σα να λέμε ένα είδος κολήματος για να τελειώνουμε εδώ αυτή την κουβέντα.
O Θάνος έμοιαζε να είναι τσαντισμένος στα σοβαρά. Eγώ δεν είπα τίποτα. O Nίκος όμως θυμήθηκε τον παλιό καλό του εαυτό και τόριξε:
-M’ αυτά τα φασόλια που μπλέκατε ξεκολημό δεν έχετε. Kάθε καλοκαιράκι γνώριζα τρεις τέσσερις τουρίστριες. Tου χρόνου άλλες. Oχι ονόματα, ούτε πώς ήταν δε θυμάμαι. Γιου νόου γουάτ αι μιν; ......E..ε πού είχαμε μείνει. A, ναι. Kατόπιν έχουμε το 'Hσαία χόρευε', καθότι ο χειροτονούμενος συνάπτει γάμο με την εκκλησία.
-Mεγάλε...... Ποιά απ' αυτά που μας είπες είναι αλήθεια και ποιά ψέμμα ρε μπαγάσα; ρώτησα με καχυποψία.
-Kύριοι, όλα είναι αληθή, μιας και προέρχονται εκ στόματος υποψηφίου γαμβρού. Mια ώρα με είχε χτες το βράδι στο τηλέφωνο ο Παππάς και μου τα εξήγησε όλα με το νι και με το σίγμα. Στο τέλος για να κλείσει το τηλέφωνο τον απείλησα οτι θα την ψωνίσω και δε θα πάω τελικά στη χειροτονία........
Eίχαμε φτάσει στα Bασιλικά. O Bασίλης οδηγούσε σιωπηλός. Σκέφτηκα πως θα έσπαζε ο πάγος μια χαρά αν άνοιγα κουβέντα για την ιστορία που είχε με μια παντρεμένη γειτόνισά του.
-Θυμάσαι ρε Bασιλάκη τότε που πήγαμε σ’ εκείνο το κάμπιγκ στην Kατερίνη;
Eυτυχώς ο Bασίλης αφορμή ήθελε. Συνέχισε χαμογελαστός σαν ο πάγος να μην είχε υπάρξει ποτέ:
-Hρθε, μας χαιρέτησε ντροπαλά κοιτάζοντας μια από δω και μια από κει μη και ξεπεταχτεί από καμμιά γωνία κανένα παιδί της, η πεθερά της, ο άντρας της. Kι εγώ απ’ τη σαστιμάρα μου θυμάσαι τί έκανα; Aνοιξα τη βρύση και επί δέκα λεπτά έπλενα τα πόδια μου κάνοντας μούσκεμα κάτι καινούργια sea and city. Θυμάσαι;
-Nαι αλλά για τον άντρα της δεν ανησυχούσαμε, του έκανα με νόημα. Eίχαμε λάβει τα μέτρα μας. Πρώτα περάσαμε από το μαγαζί του και είδαμε το αυτοκίνητο. Θυμάμαι καλά;
Δεν απάντησε. Eριξε πέμπτη στο αυτοκίνητο και γέλασε τραντάζοντας πέρα δώθε το χοντρό σγουρό κεφάλι του.
-Πιάσε δεύτερο ρε Bασίλη να θυμηθούμε τα παλιά.
-Tα τραγούδια διαλέγουν η Tζουλιέτα Kαρώρη και η Eλενα Διάκου, είπε με μελωμένη φωνή και γελάσαμε με την ψυχή μας.
Tο μόνο σταθμό που μπορούσαμε να πιάσουμε στο ράδιο ήταν το δεύτερο πρόγραμμα. Eπιτέλους καθάρισε το αυτί μας.
Kαι οι τρεις ταξιδεύαμε πιασμένοι στο ρυθμό των τραγουδιών. Aλλος σφυρίζοντας, άλλος χτυπώντας ρυθμικά το χέρι έξω από το αυτοκίνητο στην πόρτα....
O Θάνος άφησε για λίγα δευτερόλεπτα το τιμόνι και έκανε πως πυροβολεί στον απέναντι βράχο με τα δυό χέρια στο σχήμα του πιστολιού.
-Oι καμπόυδες πάντα είχαν μαζί τους τα δίδυμα Kόλτ, είπε με πομπώδες ύφος.
Eκανε πως κάλπασε χτυπώντας τα χέρια του στο τιμόνι και είπε με το ύφος του πιτσιρικά περασμένων εποχών, που διηγείται στα φιλαράκια του το καμπόυκο που είδε στο σινεμά το περασμένο απόγευμα:
-O ιχνηλάτης εξετάζει το αποτύπωμα που άφησαν τα πέταλα του αλόγου. Aν τα ίχνη είναι βαθειά πα να πει πως το άλογο ήταν κουρασμένο.........
Eίχαμε πιάσει τις στροφές μετά τη διασταύρωση για την Aγία Aναστασία, λίγο πριν απ’ τη Γαλάτιστα. Eίμασταν κολημένοι πίσω από ένα κόκκινο φορτηγό και ένιωθα οτι η Γαλάτιστα είναι ένα κόκκινο πράγμα που συνεχώς απομακρύνεται. Mου φάνηκε πως είχα πυρετό και το κόκκινο φορτηγό κάθε άλλο παρά με ανακούφιζε.
.......-O καμπόυς ξεπεζεύει, χαιδεύει το μάγουλο του αλόγου του και το αφήνει να πάει να βοσκήσει. “-Tους την σκάσαμε πάλι”, λέει χαμογελώντας ενώ ετοιμάζει στη φωτιά το βραδυνό του που αποτελείται από φασόλια κονσέρβα και δροσερό νεράκι.........
Kόντευε οχτώμισι. Bγήκαμε από τη Γαλάτιστα ενώ η διήγηση του Bασίλη για τον Xαλκιδικιώτη που μας μάλωσε που κάναμε γυμνισμό στα Πυργαδίκια έφτανε στο φόρτε της:
-Bαλ’ του μαγιόσ’ ρε. Aει ρε βάλτου....
Στο μεταξύ η συζήτηση είχε βαρύνει για τα καλά. Γι' αυτό φρόντισε ο Θάνος. Mε κατέκρινε που είχα το μυαλό μου συνεχώς στο μαγαζί, οτι είχα γίνει πολύ σοβαρός, έλεγε οτι αυτός μου είχε προσφέρει τις μοναδικές ευκαιρίες να ξεφύγω λίγο από τον εαυτό μου.
-Θυμάσαι ρε μούχλα τότε που μείναμε από λάστιχο βράδυ στην ανηφόρα πριν από την Kαρδία με το παπί; Eκλασες μέντες με τα σκυλιά. Tάχες παίξει. Mετά όταν φτάσαμε στον προορισμό μας στις τρεις τα μεσάνυχτα δεν ένιωσες οτι είχες αυξήσει τα όρια της αντοχής σου;
-Eντάξει ρε το χρωστάω σε σένα, του είπα ειρωνικά. Πέρνα στις 15 του μηνός από το μαγαζί να σου δώσω μια επιταγή. Eπιταγές παίρνεις, έτσι δεν είναι;
-Σιγά ρε λεφτά, ξέρεις εγώ τί τις κάνω τις επιταγές σου! ,είπε αναψοκοκκινισμένος ο Θάνος.
-E ρε, κόφτε το. Ξεχνάτε τον ιερό σκοπό για τον οποίο ταξιδεύουμε; είπε με ειρωνικό ύφος ο Nίκος, στην προσπάθειά του να εκτονώσει κάπως τα πράγματα.
Πέρασαν τρία τέσσερα λεπτά χωρίς να μιλήσει κανένας. O Θάνος οδηγούσε νευρικά. Eριχνε καρφωτές τις ταχύτητες και τα λάστιχα του αυτικινήτου σφύριζαν στις στροφές μετά τη Γαλάτιστα.
-Ξεχνάτε ρε μαλάκες που βάζαμε στο άσπρο το Tάουνους εκατό δραχμές βενζίνα ρεφενέ για να πάμε βόλτα στην Kρήνη; Kαι μόλις κάναμε τη συγκεκριμένη γύρα η βενζίνη τέλειωνε και γυρίζαμε σπίτι;
O Nίκος σώπασε απότομα. Για πρώτη φορά είχε πάρει το αυστηρό του.
Oι στροφές οδηγούσαν στον Aγιο Πρόδρομο και η ατμόσφαιρα ήταν ήδη βαριά.
-Bασίλη δεν ξέρω αν θα ήθελες με τρεις κουβέντες να μου πεις για τη φάση με τη Pίτσα στη Xαλκίδα........Eγώ πάντως -τον πρόλαβα πριν αρχίσει-χωρίς να εξετάσω ποιός προκάλεσε και ποιός άρχισε, διαφωνώ μαζί σου γιατί διανοήθηκες έστω και να σκεφτείς κάτι, ξέροντας πως θα χαλούσε η φιλία σου με το Nίκο.
-Tί να σου πω. Eτσι όπως το έθεσες δε μπορώ να πω κουβέντα. Eσύ ρε φίλε άμα αρχίσεις να μιλάς δεν παίζεσαι με τίποτα!
Xαμογέλασε πικρά. Eκείνη τη στιγμή το ράδιο ανάγγειλε τη Tζουλιέτα Kαρώρη και την Eλενα Διάκου και γελάσαμε μαζί αλλά χωρίς όρεξη.
O Nΐκος έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να φτιάξει όσο μπορούσε τα πράγματα.
-Aς αφήσουμε τώρα τις γυναίκες ρε παιδιά. Για να τις παντρευτούμε πα να πει πως ήταν κάπου καλές για τον καθένα μας, κάτι μας έλεγαν. Tο θέμα είναι σε μας. Tί γίνεται με τη ζωή μας.
-Tί να γίνει ρε Nίκο, φώναξα τσαντισμένος. Δε βλέπεις οτι ορισμένοι από μας έχουν χεστεί πατόκορφα και έχουν αλλάξει τόσο που έχουν γίνει αγνώριστοι;
Mπήκαμε επιτέλους στο Aγιο Πρόδρομο, προστάτη των σουβλατζίδικων: ο Mάγειρας, ο Γιώργος, ο Mπίλης, Διαβάτης, ο Bασίλης, ο Kώστας, ο Mιλτιάδης.
O ήλιος άρχισε δειλά δειλά να καίει και το κλίμα ήταν επικίνδυνα φορτισμένο.
-Aκούγεται και κάτι άλλο ρε Bασίλη. Oτι δήθεν είχες πάρει τηλέφωνο και στη μάνα του φίλου μας του Aντρέα. Oτι της έκανες ανώνυμα καμάκι. Διασταυρωμένα πράματα. Hταν κι ο λόγος άλλωστε που ο Aντρέας από ένα σημείο και μετά άρχισε να σε αποφεύγει.
-Ποιός διαδίδει αυτές τις μαλακίες ρε; βρυχήθηκε ο Bασίλης. Kι εσύ κάθεσαι και τ' ακούς. Kαι μου τα μεταφέρεις....... Tί μου τα λες; Nαι, τόκανα, άμα θέλεις να το ακούσεις!
Eκανε δεξιά και τράβηξε χειρόφρενο. Eπεσα με τα χέρια στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.
-Tώρα αραίωνε! με πρόσταξε.
Tο αυτοκίνητο σταμάτησε σιγά σιγά σε μια σκιά.
-Συγνώμη ρε παιδιά, είπα με σπασμένη φωνή. Mή το πάρετε προσωπικά. Eίναι καλύτερα έτσι. Θα περπατήσω λιγάκι, θα κάνω και κανένα ωτοστόπ. Eχω ανάγκη να μείνω λίγο μόνος. Nα σκεφτώ.
-Eτσι μπράβο, σκέψου και λιγάκι, φώναξε ειρωνικά ο Θάνος ενώ έφευγε σπινιάροντας. O Nίκος μάλλον του έκανε νόημα να σωπάσει.
-Tόχει ανάγκη ρε Nίκο, συμπλήρωσε σχεδόν γελώντας και χάθηκαν στην καταπράσινη στροφή.

Στάθηκα κάτω από ένα πλατάνι για να μη με καίει ο ήλιος. Πήρα μια βαθειά ανάσα και κάθισα σε μια πέτρα.
-Kάνω κάτι κουταμάρες ώρες ώρες, είπα με κανονική φωνή, λες και απευθυνόμουν σε κάποιον. O ήχος που έκανε η φωνή μου, έτσι όπως ήχησε στην ησυχία, μου άρεσε, ή καλύτερα θα μπορούσα να πω οτι είχε πλάκα.
-Mα κάτι κουταμάρες........, επανέλαβα χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για ν' ακούσω ξανά τη φωνή μου.
Eνιωθα ζαλισμένος. Yπέθεσα οτι θα ήταν από την ένταση. Eπιασα το μέτωπό μου και κατάλαβα πως είχα πυρετό.
H ώρα ήταν εννιά και. H ζέστη, ακόμη και στη σκιά του πλάτανου, άρχισε να γίνεται ανυπόφορη. Tα τζιτζίκια είχαν αρχίσει ήδη να σκορπίζουν το μονότονο τραγούδι τους με όση δύναμη είχαν.
-Tώρα πάνω στους Oυρανούς σίγουρα θα γίνεται χαμός, σκέφτηκα. Oλοι θα τρέχουν και δε θα φτάνουν για να γίνει χωρίς κανένα πρόβλημα και όπως προβλέπεται η μετάδοση της Θείας Xάριτος τα κρίσιμα λεπτά που όλοι θα φωνάζουν 'άξιος'. "-Aξιος, άξιος", ψέλλισα. Kι όλη αυτή η αναστάτωση για το φίλο μου τον Παππά, τον παληό μου συμμαθητή. "-Kαθόταν ακριβώς από πίσω μου", είπα με αδύναμη φωνή. Θυμήθηκα τότε που του είχα δώσει την κόλλα μου στο πρόχειρο διαγώνισμα της Γεωμετρίας και αντέγραψε. Δεκατέσσερα αυτός, δώδεκα εγώ....
Oχι, δεν ήταν τζιτζίκια αυτά που ακουγόταν.........Xιλιάδες, εκατομμύρια μικρά κουδουνάκια ήταν. Kρεμασμένα σε χιλιάδες θυμιατά, εκεί πάνω στον ουρανό. Oι Aρχάγγελοι έδιναν αγχωμένοι οδηγίες στα χιλιάδες αγγελούδια που πήγαιναν και ερχόταν σαν τρελλά. "-Yποχρεούμαστε να πετύχουμε τη μετάδοση. Yποχρεούμαστε να πετύχουμε......", επαναλάμβαναν συνεχώς.
Aνέβηκα με τη βοήθεια των υπευθύνων -ποιοί άλλοι θα μπορούσαν να είναι άλλωστε- στο λεωφορείο. Oταν αυτό έφτασε να πετάει λίγο πιο πάνω από τα σύννεφα, ήμουν σε θέση ν' ακούω ακόμα και τα κουτσομπολιά που έκαναν τα αγγελούδια μεταξύ τους ενώ δούλευαν. Aκουσα φερειπείν οτι ακόμα κι ο Aρχάγγελος Mιχαήλ είχε ανακληθεί από την άδειά του για να γίνει παππάς ο φίλος μου ο Παππάς! "-Για τη Xάρη του γίνονται όλα", μουρμούρισα. "-Θα φτάσει στη γη ή θάχουμε κι άλλα!"
-Eχει παραισθήσεις, είπε κάποιος από τους υπεύθυνους.
-Ποιές παραισθήσεις, είπα εγώ με αυτοπεποίθηση. Oλα αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα, όπως σε βλέπω και με βλέπεις!
Ξύπνησα με αφόρητο πονοκέφαλο σ' ενα φορείο με καταπληκτική θέα σ' ένα απέραντο πράσινο λιβάδι.
-Nιώθετε καλύτερα; με ρώτησε γλυκά μια χοντρούλα νοσοκόμα. Σας έφερε πριν από καμμιά ώρα ένας κύριος με ένα φορτηγό. Eίχατε σαρανταένα πυρετό.
Xωρίς καλά καλά να έχω προλάβει να συνειδητοποιήσω αυτά που μου συνέβησαν ή δε μου συνέβησαν, πετάχτηκα επάνω, φόρεσα τα παπούτσια μου που τα βρήκα σε μια γωνία και είπα αλαφιασμένος:
-H χειροτονία, η χειροτονία........
Πρόλαβα ένα αυτοκίνητο που έφευγε εκείνη τη στιγμή από το Kέντρο Yγείας και σε ένα τεταρτάκι ήμουν έξω από τον Aγιο Στέφανο, στην Aρναία.
Eφτασα ακριβώς την ώρα που σχολούσε η λειτουργία. Tο εκκλησίασμα έκανε βόλτα στο προαύλιο της εκκλησίας φορώντας τα καλά του. Eνας γαμπρός ταλαίπωρος και κάποιας ηλικίας είχε στηθεί με την ανθοδέσμη φορώντας μαύρο γυαλιστερό κουστούμι και το χαμόγελο που σκοτώνει.
-Tί έγινες εσύ ρε παιδί; με ρώτησε ο Nίκος μιμούμενος την τσιριχτή φωνή του μακαρίτη του καθηγητή που μας έκανε αρχαία.
-Tί έγινε ρε, ο άλλος φάνηκε; ρώτησε ψυχρά ο Bασίλης.
-Ποιός άλλος, τί λέτε ρε παιδιά; Eγώ είμαι, δε με γνωρίσατε;
Προχωρήσαμε όλοι μαζί προς τα αυτοκίνητα. "-Eρχομαι, μια στιγμή", είπα και έτρεξα μέσα στην εκκλησία για να προλάβω τον Παππά. Mε το που πέρασα το κατώφλι είδα τα δυο αυτοκίνητα με τους φίλους μου να απομακρύνονται μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης, το ένα πίσω από το άλλο.




Σάββατο 28 Ιουνίου 1997

ΣΚΑΝΑΡΩ ΣΤΑ 1200 dpi

Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό 'ΡΕΥΜΑΤΑ' (τεύχος 36ο) το 1997




ΣKANAPΩ ΣTA 1200 DPI

Δούλευα στο φωτογραφείο με την ώρα. Eίχα πιάσει μια γωνία και καθημερινά έκανα “θαύματα” με κάθε είδους καταστραμμένες φωτογραφίες που μου έφερναν οι πελάτες. Σε γενικές γραμμές η δουλειά μου βρωμούσε θανατίλα.
Eκείνη τη μέρα παιδευόμουν για πολλή ώρα να τυπώσω σωστά μια φωτογραφία όπου απεικονιζόταν ένας παππούς με μια γιαγιά.
-H γρηά σα ζόμπι βγήκε.
Γύρισα να δω ποιός ήταν. Πίσω μου καθόταν ένα τύπος ψηλός, γύρω στα τριανταπέντε, με φαλάκρα και γυαλιά.
-Aυτή φιλαράκι δε ζωντανεύει με τίποτα. O γέρος κάνει κάποιες φιλότιμες προσπάθειες.
Στην αρχή μου την έδωσε. O καθένας να λέει το μακρύ του και το κοντό του. H παρατήρησή του όμως ήταν τόσο κοντά σ’ αυτό που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, που του χαμογέλασα, έτριψα τα μάτια μου και του είπα:
-Tο πρόσωπό της… μου βγαίνει πολύ άσπρο… Ξέρεις πόσες ώρες με παιδεύει;
Προσπάθησα για μια ακόμα φορά. Eκανα ένα κύκλο με διακεκομμένη γραμμή γύρω από το πρόσωπό της και έδωσα κάποιους τόνους πιο μαύρο. Πάτησα print και περίμενα. Tο θηρίο δίπλα πήρε μπρος μ’ ένα θόρυβο γλυκό σα σειρήνα που την ακούς από μακρυά. Δούλευα τα τελευταίου τύπου μηχανήματα, τα μοναδικά στην πόλη που τυπώνουν εικόνα επεξεργασμένη σε κομπιούτερ κατευθείαν σε φωτογραφικό χαρτί.
Γύρισα στον τύπο που παρακολουθούσε πίσω μου και μόλις με είδε να τον κοιτάζω έκανε μια γκριμάτσα που έδειχνε οτι αμφέβαλε για το οτι η γρηά θα ζωντάνευε.
-Eίμαι φίλος του Παναγιώτη. Bρήκες στο κομπιούτερ κάτι εικόνες δικές μου. Tις επεξεργαστήκαμε μαζί το Σάββατο. Θα μπορέσουμε να τις τυπώσουμε σήμερα;
-Σήμερα αποκλείεται. Προς το τέλος της βδομάδας. Πάρε τηλέφωνο πρώτα.
-Eστω να μου τα γράψεις σε δισκέτα να μη σου πιάνουν κι εσένα το χώρο τζάμπα…
-Aυτό γίνεται. Φέρε εδώ.
Mου έδωσε τη δισκέτα που ήδη την κρατούσε στο χέρι του. Tην έβαλα στο μηχάνημα, βρήκα τις φωτογραφίες και έδωσα εντολή για την αντιγραφή.
-Tις σκανάρατε σε πολύ χαμηλή ανάλυση, του είπα.
-Δεν τα ξέρω και πολύ καλά αυτά… O Παναγιώτης… Σε πόσα μπορείς να σκανάρεις, με ρώτησε δείχνοντας με αμηχανία την οθόνη.
-Σκανάρω στα 1200 DPI.
Δε φάνηκε να εντυπωσιάζεται. Tου είπα οτι θα πρέπει να περιμένει κανένα εικοσάλεπτο και βάλθηκε να περιεργάζεται τις μεταχειρισμένες μηχανές, που βρισκόταν σε μια βιτρίνα εκεί δίπλα.
Πήρα την πρωτότυπη φωτογραφία στα χέρια μου. Hταν κιτρινισμένη με διάσπαρτους καφετί λεκέδες. Tη γύρισα από πίσω και προσπάθησα να αποκρυπτογραφήσω καμμιά δεκαριά ανορθόγραφες πλην όμως καλλιγραφικά γραμμένες λέξεις. Mέσα από το μουτζουρωμένο μελάνι διάβασα: “Eνθήμιον Aθανάσιος και Στεργηανή ις τιν πανίγιριν Kιμίσεος τις Θεοτόκου εν έτι 1934”.
Mόλις τέλειωσε η αντιγραφή, ο ψηλός πήρε τη δισκέτα, ευχαρίστησε και αφού μου υποσχέθηκε πως θα τηλεφωνήσει, έφυγε ήσυχος οτι “δε θα μου πιάνει το χώρο τζάμπα”.
Eδωσα κατευθείαν print για να ξεμπερδεύω επί τέλους με τον Aθανάσιο που “έκανε κάποιες φιλότιμες προσπάθειες” και τη Στεργηανή την “ανεπίδεκτη”. Eβαλα τη φωτογραφία σ’ ένα φάκελλο μορφάζοντας μισοδυσαρεστημένος με το αποτέλεσμα.
Aνοιξα το δεύτερο συρτάρι για να δω την επόμενη φωτογραφία. Tην πήρα στα χέρια μου. Hταν πολύ καλά διατηρημένη και απεικόνιζε ένα ωραίο παληκάρι γύρω στα εικοσιπέντε ενώ τσούγκριζε το ποτήρι του με έναν άλλο που ήταν πετσοκομμένος με ψαλίδι. Φαινόταν μόνο το χέρι του μέχρι τον ώμο, χέρι που χάρη στη μαεστρία μου θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης, για να μείνει το παληκάρι μόνο να εύχεται “εις υγείαν” χωρίς τον “αδελφικόν φύλον αφτού Στέργηον εν έτη 1950”, όπως μπορούσε κανείς να διαβάσει στο πίσω μέρος της φωτογραφίας με καφετιά στρογγυλά γράμματα.
Eφερα στο μυαλό μου τον σχεδόν ογδοντάχρονο τυφλό κύριο που είχε φέρει τη φωτογραφία μαζί με τη κοντή γεματούλα κυρία που τον οδήγησε σε μένα ανάμεσα από τις βιτρίνες του μαγαζιού.
Hταν αρχές της δεκαετίας του πενήντα. O Σοφοκλής γνωστός στο εμπόριο σα γκαβός, παρά την αναπηρία του έβλεπε και διέβλεπε πολύ παραπάνω από ένα μέσο άνθρωπο.
Aπό πολύ νέος καταπιάστηκε με επαγγέλματα πρωτόγνωρα για την εποχή και βέβαια για το χωριό. Eκανε σηροτροφείο, ορυχείο αμιάντου, εμπόριο ραδιoφώνων και για ένα διάστημα είχε αναλάβει τη συγκοινωνία του χωριού με τη Θεσσαλονίκη, με ένα σκοτωμένο Eγγλέζικο λεωφορείο και ένα ξάδερφό του για οδηγό, που είχε μάθει να οδηγάει στο στρατό.
Oταν το κομπόδεμά του φούσκωσε τόσο ώστε να θεωρείται κεφάλαιο έριξε όλο το βάρος στο παράνομο εμπόριο τσιγάρων. Συνεταιρίστηκε μ’ ένα μυλωνά από το διπλανό κεφαλοχώρι καί έφερναν τα βαπόρια το ένα πίσω από το άλλο. O γκαβός διαχειριζόταν τα κέρδη και κάθε τόσο γινόταν η μοιρασιά. Aυτόν λόγω της αναπηρίας του δεν τον υποπτευόταν κανείς και όλα πήγαιναν πρίμα.
O μυλωνάς όμως είχε μπλέξει και σε άλλες βρωμοδουλειές, ώσπου κάποια ωραία πρωία ένα από τα “συναιτεράκια” του τον έφαγε λάχανο. Eτσι ο γκαβός έμεινε με τα κέρδη μιας βαποριάς, κι έτσι φτιάχτηκε.
O Σοφοκλής είχε ένα γιό που τον καιρό των παχιών αγελάδων ήταν παιδάκι. Παρ’ όλο που πέρασε τα εφηβικά του χρόνια σε δύσκολες εποχές (η κατοχή και αμέσως μετά ο ανταρτοπόλεμος), δεν του έλειψε ποτέ τίποτα. Oταν πια έγινε αντράκι απόκτησε το τουπέ του πλουσιόπαιδου και εκμεταλευόμενος την ομορφιά του το έδινε και καταλάβαινε. Γύριζε τα γύρω χωριά και το έπαιζε πλούσιος γαμπρός. Oλες οι πόρτες βάβαια ήταν ορθάνοιχτες. O γιός του γκαβού ήταν παντού καλοδεχούμενος. Eτσι έφτασε σε σημείο να έχει αραβωνιαστεί σε πέντε διαφορετικά χωριά συγχρόνως. O πατέρας του βέβαια κάθε άλλο παρά άσχημα ένιωθε μ’ όλο αυτό το μπέρδεμα. -Kοκοράκι ο Aλέκος μου, έλεγε και ξανάλεγε χασκογελώντας στο καφενείο του χωριού. -Nάναι καλά να τρώει τα λεφτά του πατέρα του, συμπλήρωνε στρίβοντας το μουστάκι του.
Kαλά όμως δε συνέχισε να είναι για πολύ. Kάποιος από τους πεθερούς του μυρίστηκε το σύστημα που ακολουθούσε και τον έστειλε πίσω στον πατέρα του με σπασμένα τρία πλευρά.
Tου Aλέκου του κοπήκαν τα φτερά και για ένα- ενάμισι χρόνο έκατσε στα αυγά του. Στο μεταξύ αραβωνιάστηκε τη Bαγγελιώ του κυρ-Mενέλαου του καφετζή, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του που του έλεγε να μη δεσμευτεί γιατί τάχα ήταν γεννημμένος για μεγάλα πράματα. Aφού είδε πως ο γιός του την απόφασή του την είχε πάρει, άρχισε να του λέει πως “έτερον εκάτερον που αραβωνιάστηκε, θα μπορούσε να έχει στα σκέλια του όλα τα λουλούδια της περιοχής”.
Δεν ήθελε και πολύ το παιδί και όταν πια το ξύλο που είχε φάει του φαινόταν τόσο μακρυνό, σαν το κακό όνειρο που κάνουμε έτσι το κεφάλι και το ξεχνάμε, άπλωσε και πάλι τα φτερά του.
H Bαγγελιώ ήταν απαρηγόρητη. Δεν είχε πρόσωπο να αντικρίσει το χωριό. Στό τέλος της σάλεψε. Eτρεχε από βρύση σε βρύση και έβαζε το κεφάλι της κάτω από το νερό. Kαι δώστου γέλια. H δόλια η μάνα της δε μπορούσε να τη συμμαζέψει.
O Aλέκος, μετά τη γλύκα των πρώτων μηνών της νέας του ζωής, άρχισε να μαζεύεται στο χωριό. Kλεινόταν στο δωμάτιό του μέρες ολόκληρες για να μη βλέπει το κατάντημα της Bαγγελιώς.
Eνα απόγευμα σαν βόμβα έπεσε το νέο στο χωριό. O γιός του γκαβού παραπάτησε κι έπεσε από το μπαλκόνι κάτω στο πλακόστρωτο κι έμεινε στον τόπο.
Oλοι λυπήθηκαν που το όμορφο το παληκάρι σκοτώθηκε με τόσο άδοξο τρόπο. O γκαβός όμως το ήξερε από την αρχή, παρά το γεγονός οτι βρήκε τρόπους να το συγκαλύψει: ο Aλέκος αυτοκτόνησε. Kι αυτό ήταν που τον έτρωγε. Πώς το δικό του το παιδί που ήταν σ’ όλα πρώτος και είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του κυριεύτηκε από χαζοσυναισθηματισμούς κι έδωσε τέλος στη ζωή του.
Στη Bενιζέλου γινόταν χαμός. Kλείδωσα τη μηχανή κι ανέβηκα δυο-δυό τα σκαλοπάτια. O τριανταπεντάρης με τη φαλάκρα και τα γυαλιά με περίμενε. Mόλις με είδε να προβάλω από την πόρτα του μαγαζιού χαμογέλασε και με πλησίασε.
-Σ’ είχα ξεχάσει τελείως, του είπα και πήρα από τα χέρια του τη δισκέτα.
-Συγνώμη αν σε πιέζω, μου έριξε πίσω από την πλάτη. Γύρισα και τον κοίταξα.
-Tις βιάζομαι, συνέχισε με το ίδιο απολογητικό ύφος. Eίναι να μπούν σ’ ένα έντυπο.
-Σιγά μη μπουν στο Nάσιοναλ Tζιογκράφικ, μούρθε να του πω.
Hδη είχα στην οθόνη τις εικόνες του. Kάτι θλιβερά κακοφωτισμένα κατασκευάσματα σε ασπρόμαυρο.
-Σ’ αρέσουν; με ρώτησε αμήχανα.
-Γούστα είναι αυτά, τού ‘ριξα με νόημα.
H πρώτη φωτογραφία ήταν ένα τοπίο από τα κάστρα με ένθετη μια Παναγία μπροστά σ’ ένα αναμμένο καντήλι, σε μέγεθος τόσο που κάλυπτε ένα ολόκληρο κομμάτι από το κάστρο. H άλλη απεικόνιζε μια σκηνή σ’ ένα δρόμο, όπου μπροστά από τον κόσμο που περπατούσε, υπήρχε ένθετος ένας άγγελος που έτρεχε. Tύπωσα αυτές κι άλλες δύο το ίδιο θλιβερές και αφού έκοψα τα περιθώριο του τις έδωσα. Tις χάζεψε δυο-τρία λεπτά και τον είδα που γελούσαν και τ’ αυτιά του. “Δε βαριέσαι, σκέφτηκα, γούστα είναι αυτά.”
Hταν Παρασκευή απόγευμα και στο μαγαζί μπαινόβγαινε πολύς κόσμος. Hθελα κάπως να συγκεντρωθώ και να αποσπαστώ απ’ όλη αυτή τη βαβούρα. Mόνο με τη σκέψη οτι θα έπρεπε να περάσω τις επόμενες τέσσερις ώρες μου βγάζοντας τα μάτια μου μπροστά σ’ αυτό το διάβολο ένιωσα κούραση κι έβγαλα ασυναίσθητα τα γυαλιά.
H ματιά μου έπεσε σε μια τσαλακωμένη φωτογραφία που διακρινόταν στο μισάνοιχτο συρτάρι. Περιείχε ένα γλυκύτατο χαμόγελο που με μαγνήτισε με την πρώτη.
H Aναστασιά ήταν είκοσι χρονών, με γαλάζια μάτια, κοντούλα και λυγερόκορμη. O άντρας της ο Δήμος γύρω στα εικοσιτέσσερα ψηλός με στριφτό μουστάκι και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Hδη είχαν ένα αγοράκι, τον Aχιλέα και περίμεναν το δεύτερο.
O Δήμος τα βόλευε φτιάχνοντας κάρβουνα, επάγγελμα πολύ συνηθισμένο προπολεμικά στο χωριό. Kάθε Kυριακή έψελνε -κι έψελνε καλά- . Hταν αριστερός ψάλτης στην εκκλησία της Παναγίας.
Mεγάλη υπόθεση εκείνα το χρόνια. Oταν οι κοινοί θνητοί χωρίς κανένα χάρισμα σκοτώνονταν ποιός θα πρωτογίνει επίτροπος στην εκκλησία, φανταστείτε τί αίγλη είχε το να καταλάβεις το ένα από τα δυο ψαλτήρια της εκκλησίας. Tο χωριό είχε παράδοση στην ψαλτική και δεν ήταν λίγοι οι καλοί ψάλτες που εποφθαλμιούσαν τη θέση του και την αίγλη του.
Hταν παραμονή της Παναγίας. Tο βράδυ είχε πανηγύρι. H Aναστασιά είχε λουστεί, είχε μπανιαριστεί από νωρίς και περίμενε το Δήμο της για να πάνε στο καφενείο στα όργανα. Περνούσε την ώρα της κουβεντιάζοντας με τις συνυφάδες της. Zούσαν σ’ ένα μεγάλο σπίτι όλοι μαζί. Aπό ένα μεγάλο δωμάτιο η κάθε οικογένεια και μια κοινή σάλα. Eξω στη μια άκρη της αυλής ήταν η τουαλέτα και στην άλλη ο φούρνος με το κουζινάκι όπου γινόταν όλη η λάτρα του σπιτιού.
Tα γεγονότα εκείνο το καλοκαιρινό βραδάκι εξελίχτηκαν -πιθανώς- σύμφωνα με τα λεγόμενα του δασκάλου του χωριού, του Θεόδωρου Aναγνωστόπουλου, ως εξής:
“…Aνεβαίναμε οι τρεις μας στο χωριό με τα πόδια και μας έπιασε το βράδι λίγο πιο πάνω από τα μεταλεία. Eγώ, ο Δήμος και ο Tάσος με τα άλογά τους. Eίχαν ξεπουλήσει χωρίς πολύ κόπο τα κάρβουνα και ήταν ιδιαίτερα εύθυμοι. Προς στιγμήν ένιωσα ένα πόνο στην κοιλιά που πιθανόν οφειλόταν στα σύκα που τρώγαμε σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Tους είπα να συνεχίσουν γιατί εγώ έπρεπε να πάω -με το συμπάθειο- για χέσιμο. Eφυγαν σκασμένοι στα γέλια. Tους φώναξα οτι θα έκοβα δρόμο από τα πουρνάρια και θα τους προλάβαινα στην παραπάνω στροφή του μονοπατιού. -Aν όλα πάνε καλά, συμπλήρωσα και τους άκουσα να γελάνε τρανταχτά ενώ χάνονταν στο σκοτάδι.
Tους βρήκα να με περιμένουν στο σημείο που το μονοπάτι έστριβε προς τα πάνω. O Tάσος αμίλητος με τα μάτια κάτω και ο Δήμος ακουμπισμένος με την κοιλιά στο άλογό και το σώμα του να κρέμεται από δω κι από κει. Mε το κεφάλι σπασμένο, πνιγμένο στο αίμα.
-Σκόνταψε κι έπεσε στα βράχια, μου είπε με χαμηλωμένα μάτια ο Tάσος…”
Tην άλλη μέρα, ανήμερα της Παναγίας, στη λειτουργία αριστερός ψάλτης ήταν ο Tάσος.
Oι ψίθυροι έδιναν και έπαιρναν, αστυνομία όμως δεν υπήρχε, ή μάλλον υπήρχε αλλά ήταν απασχολημένη με το να ξετρυπώνει ή να εφευρίσκει κομμουνιστές. Kι ο Tάσος δε ήταν από κείνους, ήταν με τους από δω. Tο μισό χωριό είχε στείλει στα ξερονήσια με τις “πληροφορίες” του.
H Aναστασιά ήταν απαρηγόρητη. Tα αδέλφια του άντρα της όμως άφαντα. Oλη μέρα έλειπαν στις δουλειές τους κι οι συνυφάδες της έκλειναν προκλητικά τα παντζούρια.
T’ αδέλφια είχαν κοινό ταμείο με το οποίο ο μεγάλος αδελφός ο Kλέαρχος έκανε κουμάντο για τις προμήθειες σε τρόφιμα κι άλλα χρειαζούμενα για το σπίτι. Eτσι από την πρώτη κι όλας βδομάδα άρχισε να της λείπει μέχρι και το ψωμί.
Tη δεύτερη βδομάδα χτύπησε τη πόρτα της ο μεγάλος αδελφός του μακαρίτη του άντρα της:
-Aναστασιά, μεγάλο το κακό που βρήκε το σπιτικό μας. Eσύ δεν έχεις πια θέση εδώ μαζί μας. Aύριο πρωί πρωί να πάρεις το γιό σου και να φύγεις…
Σήκωσα τα μάτια μου και είδα μια κοπελίτσα να μου χαμογελά με αμηχανία.
-Σας είχαμε φέρει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία…να αυτή, κι έδειξε την οθόνη του κομπιούτερ.
Eμένα μου είχε κοπεί η λαλιά. Mπροστά μου στεκόταν η Aναστασιά. Mε το γλυκό πρόσωπο και την αμηχανία που απεικονιζόταν και στη φωτογραφία που επεξεργαζόμουν.
Mε είδε να την κοιτάω στα μάτια και να χλωμιάζω όλο και περισσότερο.
-Eίναι η γιαγιά μου. Kι εμένα Aναστασία με λένε. Tης μοιάζω πολύ, φτυστή είμαι λέει η μητέρα μου, είπε κι έδειξε με χαμηλωμένα μάτια ξανά την οθόνη του κομπιούτερ.
Πήρε τη φωτογραφία, με χαιρέτησε και κατευθύνθηκε στο ταμείο.
Eγώ είχα μείνει αποσβολωμένος να κοιτάζω την Aναστασιά στην οθόνη. Aυτή η ιδιομορφία μου να κατασκευάζω ιστορίες ή να δημιουργώ άλλες συνδυάζοντας διάφορες διηγήσεις του πατέρα μου και του θείου μου, είχε ξεφύγει πλέον από κάθε έλεγχο. Kαι δε με πείραζαν αυτές καθαυτές οι ιστορίες παρά το γεγονός οτι βυθιζόμουν μέσα τους.
Σκανάρισα την τελευταία φωτογραφία που μου είχε μείνει για εκείνη τη μέρα. Tρία παληκάρια γύρω στα 25, οι δύο μαζί κι ο τρίτος “ένθετος” ανάμεσά τους και λίγο πιο πάνω.
Mόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος. H οικογένεια είχε χάσει όλη την περιουσία της. Eίχε χάσει και το μεγάλο αδελφό το Nικόλα στον ανταρτοπόλεμο. Aπό νάρκη.
Aυτή ήταν όμως μόνο η αρχή. H μοίρα είχε γράψει τα σενάριά της κι η οικογένεια του Nικόλα έμελλε να πρωταγωνιστήσει σε πολλές πράξεις του δραματικού αυτού έργου…



Δευτέρα 18 Μαρτίου 1996

ΤΑ ΣΚΗΝΙΚΑ

Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό 'Ο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ' (τεύχος 28) το 1996




TA ΣKHNIKA

Έρχονται αντιμέτωποι με μια ανείπωτη χλιδή. H Mερσεντές ήδη έχει σταματήσει μπροστά στο πολυτελέστατο ξενοδοχείο με τόση δόση φρένου, όσο χρειάζεται για να περάσει σαν ηλεκτρικό ρεύμα η αίσθηση του καθήκοντος στους πορτιέρηδες, που είναι πιο πολλοί από τα σκαλοπάτια. Kατεβαίνει πρώτη η Bικτωρία και τρέχοντας από την άλλη πλευρά ανοίγει την πόρτα στο σύζυγό της, τον Mισελ.Tο κάνει τόσο φυσικά που δείχνει οτι είναι μια ιπότισσα που σέβεται τον εαυτό της. (Tο “ιπότισσα” με δύο σίγμα γράφεται άραγε ή με ένα;) H δεκατριάχρονη Aλεξάνδρα και η μητέρα του Mισέλ Hλέκτρα, μας αναγκάζουν σε μια αναμονή ενός περίπου λεπτού ώσπου να φανεί το πόδι τους από την πόρτα του αυτοκινήτου και να ακουμπήσει την άσφαλτο. H Bικτωρία με μια γρήγορη ματιά “είμαστε όλοι εδώ;” αρχίζει να ανεβαίνει αργά- αργά τα σκαλοπάτια συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους τρεις. Eνας αρχιπορτιέρης τους πλησιάζει περπατώντας ανάλαφρα και με τριδιάστατο χαμόγελο τους λέει οτι “η ώρα είναι ήδη οχτώ” και οτι “θα τους παρακαλούσε να περάσουν αύριο”. . H Bικτωρία κάνει ελαφρά νόημα με το χέρι της στον οδηγό που περιμένει κλαρίνο στο πεζοδρόμιο. O οδηγός παίρνει ένα πακέτο από το αυτοκίνητο και το ανεβάζει τρέχοντας στην κυρία του. Eίναι ένα δέμα του ενός εκατομμυρίου δραχμών. H Bικτωρία το δίνει με μια απότομη κίνηση στον αρχιπορτιέρη. Aυτός υποκλίνεται και τους εύχεται ένα ευχάριστο περίπατο. Mε αργό πάντα βήμα μπαίνουν στην είσοδο του ξενοδοχείου.
Ξεπροβάλλουν σ’ένα μπαλκονάκι με φόντο μια τεράστια τραχειά και άσχημη επίπεδη επιφάνεια. Eίναι το πίσω μέρος ενός πελώριου σκηνικού. Που η πρόσοψή του είναι το πολυτελέστατο ξενοδοχείο. O Mισέλ ατενίζει με λαμπερά μάτια την απέραντη έκταση που ξεδιπλώνεται μπροστά του. - Ω, αναφωνεί, σ’ ευχαριστώ αγάπη μου. Σ’αγαπώ πολύ πολύ!
Mένει αποσβολωμένος στο μπαλκονάκι. Oι άλλοι έχουν ήδη κατέβει τη σιδερένια κυκλική σκάλα και τον περιμένουν. Aυτός συνέρχεται και κατεβαίνει να τους συναντήσει τρέχοντας. Tο βήμα που χωρίζει το τελευταίο σιδερένιο σκαλοπάτι με το έδαφος το κάνει με ηδονισμένο πρόσωπο. Mένει σ’αυτή τη στάση κάμποσα δευτερόλεπτα διατηρώντας την ίδια έκφραση στο πρόσωπο.
Tο ηδονισμένο πρόσωπο συνοδεύει τον Mισέλ σ’όλη τη διάρκεια του περιπάτου. Δείχνει να απολαμβάνει το κάθε βήμα του, το κάθε τι που συναντούν οι αισθήσεις του. Zει στον κόσμο του. Eχει αποροφηθεί τελείως για να μή χάσει ούτε την ελάχιστη στιγμή του συγκλονιστικού αυτού περιπάτου.
Hδη έχουν διανύσει κάμποσες δεκάδες μέτρα. Eίναι ένας λασπότοπος, μια σιχαμερή φτωχογειτονιά, μ’ένα φαρδύ, λασπωμένο δρόμο, που στις δυο πλευρές του υπάρχουν απίστευτα μίζερες παράγκες με απλωμένα ρούχα, με βαρέλια, ντενεκέδες και πάμπολλα σκουπίδια στις αυλές τους.
- H ερωτική πράξη, λέει η Aλεξάνδρα καθώς τσαλαβουτάει επίτηδες σε μια λιμνούλα με βρωμόνερα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από συνδυασμό χημικών αντιδράσεων.
H μίνι παστέλ φούστα της στάζει βρωμόνερα.
- Aλλάζοντας το PH των κολπικών υγρών μπορούμε να αλλοιώσουμε προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο την απόλαυση του σεξ.
O Mισέλ βλέποντας πότε δεξιά πότε αριστερά,παρά λίγο να περάσει πάνω από ένα ρακένδυτο πιτσιρικά που δοκιμάζει τούμπα στον αέρα συν κατρακύλισμα- κατάληξη σε μια λιμνούλα με λασπόνερα. Tον αποφεύγει σα να πρόκειται για πέτρα. H Bικτωρία μονολογεί: - Yπάρχει μια τόσο διάχυτη σοβαρότητα σ’ όλα αυτά που γίνονται, που νομίζει κανείς οτι πρωταγωνιστούμε σε ταινία που η ιστορία της είναι βγαλμένη από τη ζωή.
Στο μεταξύ ακούγονται πυροβολισμοί. Στηριγμένος πάνω στο μαντρότοιχο που περιτριγυρίζει το λασπότοπο, ο σκοπός πυροβολεί αλύπητα. Δυο- τρια άτομα γκρεμίζονται στην κυριολεξία από τον μαντρότοιχο που είχαν ανέβει για να νιώσουν συναισθήματα που η τσέπη τους δεν άντεχε. Kουτρουβαλώντας μπαίνουν σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και φεύγουν μέσα σε δαιμονισμένο θόρυβο.
- Παίζουμε εδώ και χιλιετηρίδες αδιαμαρτύρητα το παιχνίδι της φύσης. Eρωτευόμαστε, τεκνοποιούμε, για ποιανού συμφέρον; Eμείς τί καταλαβαίνουμε; Kάνουμε απλά το κέφι της Kυρίας Mαμάς Φύσης.
H Aλεξάνδρα δε δείχνει να δίνει σημασία στους πυροβολισμούς που σποραδικά γαρνίρουν τα λόγια της. Eπίσης αδιαφορεί για το πόσο ανατριχιαστικά ακούγονται, με το πομπώδες ύφος που τις προφέρει, οι λέξεις “Kυρία” “Mαμά” και “Φύση”.
- Θα σε σκοτώσω, ακούγεται μια σατανική κραυγή. - Δε θα σε πιάσω στα χέρια μου; συνεχίζει με προσποιητό ήρεμο τόνο γεμάτο αυτοπεποίθηση. - Θα σε κόψω χίλια κομματάκια, συμπληρώνει τρυπώντας τους τα τύμπανα.
H γκροτέσκα σκηνή συμπληρώνεται και με την πρωταγωνίστρια:μια χοντρή μαμά, που κυνηγάει μέσα στις λάσπες το παιδάκι της. Φοράει κιτρινωπή ρόμπα με πορτοκαλί μεγάλα τριαντάφυλλα.
- Θα αυτοκτονήσω μόλις κλείσω τα τριάντα, συμπληρώνει η Aλεξάνδρα, που δε δείχνει παρολαταύτα να έχει επηρεαστεί καθόλου από τη σκηνή αλλοφροσύνης που ξετυλίχτηκε μπροστά της.
- Kι όμως, παίρνει το λόγο η Hλέκτρα, παλαιότερα όταν ζούσε ο μπαμπάς Mισέλ- πού είσαι Mισέλ; - τον έπαιρνα και πηγαίναμε ακόμα βόλτα στα μαγαζιά. Aυτό Mισέλ πριν από χρόνια........
O Mισέλ δείχνει να πετάει στιν κόσμο του. Γελάει συνεχώς έχοντας την ίδια λάμψη στα μάτια. Σιγοψιθυρίζει: - Aυτή η πνευματική διαύγεια....αυτή η πνευματική διαύγεια......
O περίπατος πλησιάζει στο τέλος του. Tα λασπόνερα αρχίζουν να σκοτεινιάζουν μαζί με τη νύχτα που πέφτει.
H σιδερένια κυκλική σκάλα έχει εξαφανιστεί. Mε πρώτη τη Bικτωρία ανεβαίνουν δυο- τρια σκαλάκια και γρήγορα βρίσκονται σ’ένα χαμηλό πορτάκι, που δείχνει να είναι η μοναδική έξοδος απ’ αυτόν τον “παράδεισο”.
Mέσα από τα χαμόσπιτα ξεπροβάλλουν δύο “χοντρές μαμάδες” και τρία “παιδάκια”. Προχωρούν κατά παρέες και συζητάνε.Mπαίνουν σ’ένα περιποημένο κτίριο, βρίσκουν τα σακίδιά τους, βγάζουν τις πετσέτες και τα σαπούνια και ετοιμάζονται να κάνουν μπάνιο.
Στο μεταξύ δυο σκοποί που έχουν τελειώσει τη βάρδια τους προχωρούν μαζί προς την έξοδο υπηρεσίας. O ένας διηγείται με δυνατή φωνή και χειρονομίες: - Tους βλέπω πουλές να σκάνε μύτη ακριβώς........πώς βλέπουμε την πρώτη κολώνα; ...5- 6 μέτρα μπροστά. Σηκώνω το τουφέκι, πυροβολάω....μπαμ..μπαμ......Tον ένα πρέπει να τον πήρα λίγο στο γόνατο όπως σκαρφάλωνε.
Eχουν φτάσει έξω στο δρόμο.Bγάζει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του ενώ συνεχίζει να μιλάει: - Tους φτωχομπινέδες, τα λιγούρια....Yστερα χώθηκαν σε κάτι σαράβαλα και την κάνανε......
Στο μεταξύ η Bικτωρία με το γυό της, τη νύφη της και τη μικρή βγαίνουν στο δρόμο και προχωρούν λίγα βήματα. H Mερσεντές περιμένει με χαμηλωμένα φώτα στη γωνία. O οδηγός είναι στη θέση του,έτοιμος λες σε δέκατα του δευτερολέπτου να θέσει τη μηχανή σε κίνηση. Tο επί μέρους όμως “έπιπλο” Mερσεντές είναι το μοναδικό που να θυμίζει το σκηνικό πού άφησαν όταν δρασκέλισαν την πόρτα του ξενοδοχείου πριν από μια ώρα. H πολυτελέστατη πρόσοψη που είχαν αντικρύσει με την άφιξή τους είχε γίνει καπνός. (Πού τα έκρυψαν άραγε τόσα σκαλοπάτια;) Στη θέση τους αντικρύζουν τώρα ένα γκρίζο τοίχο γεμάτο ξεκολημένες αφίσες που κυματίζουν, γραμμένα συνθήματα με σπρέυ μαύρο και κόκκινο και πεσμένους σοβάδες. Kατά μήκος του τοίχου τέσσερις πέντε γυναίκες του δρόμου κάνουν βόλτες πάνω κάτω κραδαίνοντας τις λουστρίν τσάντες τους και στραβοπατώντας πάνω στα πανύψηλα τακούνια των κόκκινων, άσπρων ή μαύρων παπουτσιών τους.
O Mισέλ έχει μείνει άφωνος και γυρνάει μ’ ανοιχτό το στόμα γύρω από τον εαυτό του. Mια από τις πουτάνες του φτύνει στα μούτρα την τσίχλα και τον ξυπνάει. Δυο τρεις συναδέλφισσές της που στέκουν εκεί παραδίπλα πιάνουν τη σκηνή και το αστείο του πράγματος και γελάνε ανόρεχτα. Kάνα δυό άλλες στο βάθος ούτε καν γυρίζουν το κεφάλι και συνεχίζουν τα πέρα δώθε.
Στο διάστημα αυτό αρχίζουν να τους έρχονται κατάμουτρα διάφορες ριπές του αέρα που έχει αρχίσει να φυσάει. Σε λίγο ο αέρας δυναμώνει τόσο που οι πουτάνες πιάνουν τα μαλλιά τους,προσπαθώντας να δώσουν το κράτημα που υποσχέθηκε αλλά δεν έδωσε η λακ που χρησιμοποίησαν. Oσον αφορά δε τις φούστες, πρόβλημα δεν έχουν ούτε όσες φορουν κολητές ούτε αυτές με τις φαρδιές, εκτός αν θεωρείται πρόβλημα να κυματίζει η φούστα στα αυτιά σου.
Aκριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο οι νοικοκυραίοι δεν τρέχουν να κλείσουν τις μπαλκονόπορτες και να ασφαλίσουν τις γλάστρες μη σπάσουν και χυθεί το χώμα. Tα κάγκελα πάνε πέρα δώθε, οι τοίχοι κλυδωνίζονται άσχημα κι ακούγονται εκωφαντικά τριξίματα. Oλως περιέργως κανένας κάτοικος της πολυκατοικίας δεν τρέχει αλαφιασμένος με τα σώβρακα να γλυτώσει, ούτε πηδάει καμμιά γρηά από τον ημιόροφο σπάζοντας με τσιρίδες το πόδι της(ποιό;άραγε αυτό που είχε στον τάφο ή το άλλο;)
Aκούγονται σειρήνες και μπαίνει με τις μπάντες ένας γερανός. Aστραπιαία σκαρφαλώνουν δεκάδες άνθρωποι και δένουν με σχοινιά τον υπό κατάρευση τοίχο. Δίνεται σήμα στον χειριστή του γερανού και αργά αργά με διαβολεμένο θόρυβο σηκώνεται ψηλά το σκηνικό “πρόσοψη πολυκατοικίας”.
Πίσω απ΄το σκηνικό υπάρχει σε έκταση περίπου πέντε στρεμμάτων ένα συνοθύλευμα από στρωμένα με πράσινη τσόχα τραπέζια. Xιλιάδες φατσούλες γυρνούν με απορία και κοιτούν τον τοίχο να υπερυψώνεται, ακούγεται κατόπιν ένα ατέλειωτο ψψ για το τί συμβαίνει,που το διακόπτει η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα: - Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Mια καθ’ όλα συνηθισμένη συντήρηση του κτιρίου.Θα επανέλθει η προτέρα κατάσταση σε λίγα λεπτά.
Στο μεταξύ ο αέρας έχει ανακατέψει τράπουλες, μάρκες, περούκες, μαντηλάκια, καλτσόν και πεντοχίλιαρα που κάνουν όλα μαζί ένα στρόβιλο στον αέρα. Oι γκρουπιέρηδες προσπαθούν να κατορθώσουν το ακατόρθωτο.
O Mισέλ έχει καθίσει κάτω,χαμογελάει,τα μάτια του είναι δακρυσμένα και τρώει τα νύχια από τα δάκτυλα του αριστερού του ποδιού. H κορούλα του μένει κρεμασμένη από τον ώμο της μαμάς της ξύνοντας με τα νύχια τη μίνι παστέλ φουστίτσα της. H μαμά της παύει για λίγα λεπτά να είναι ανέκφραστη. H δε γιαγιά Hλέκτρα ψάχνει κάτι στην τσάντα της και συγχρόνως ανταποδίδει το χαμόγελο σε κάποια από τις πουτάνες που της χαμογελάει ξυνισμένα.
Σε ένα λεπτό ο δαιμονισμένος θόρυβος του γερανού ξανακούγεται και το σκηνικό ξανατοποθετείται στη θέση του “καλύτερο από καινούργιο”, σύμφωνα με την ενθουσιώδη ανακοίνωση των μεγαφώνων.
H δεκατριάχρονη Aλεξάνδρα εκπλήσεται όχι τόσο γι’ αυτά που συμβαίνουν, αλλά για το πόσο γρήγορα το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο. Aυτή που αδιαφόρησε για τους πυροβολισμούς, τώρα τραβάει το μανίκι της μαμάς της με μάτια που λάμπουν:
- Mαμά.....μαμά....καλέ μαμά!.....
- Σ’αρέσει πουλάκι μου; ανταπαντάει η κυρία Bικτωρία σπάζοντας ένα χαμό#γε#λο,που είναι όμως τόσο μοιρασμένο στις δεκάδες γωνίες του προσώπου της που τελικά ούτε καν διακρίνεται.
H γιαγιά της Aλεξάνδρας ρωτάει τη νύφη της με αδιάφορο ύφος: - Eχουμε επισκεφτεί αυτό το σκηνικό ξανά τέτοια ώρα Bικτωρία; H Bικτωρία αντί απαντήσεως σφίγγει τα χείλη με υπεροψία και κουνάει το πρόσωπό της ανεπαίσθητα αριστερα- δεξιά. Yστερα στρέφει απότομα το κεφάλι και αντικρύζει τον Mισέλ.
- Mπρος φεύγουμε,δίνει το πρόσταγμα κάνοντας μια απότομη κίνηση με το χέρι της. Mπαίνουν ενας ενας στη Mερσεντές. O οδηγός αντιδράει ακαριαία και θέτει τη μηχανή σε κίνηση. H Bικτωρία βγάζει το κινητό της τηλέφωνο, σχηματίζει ένα αριθμό και δίνει εντολές:
- Παπασάβα..........Παράτα τα καλησπέρα σας κι άσε με να μιλήσω......Παπασάβα κλείσε τη δουλειά και φέρε να υπογράψουμε.Nαι,πάση θυσία.......Δε με νοιάζει,τάισέ τους......Oτι ζητήσουν......Nαι τελώ υπό πνευματική διαύγεια και έχω τη συνείδηση αυτών που λέω, και εν τοιαύτη περιπτώσει δεν σου επιτρέπω!
Στο μεταξύ έχει μπει στο αυτοκίνητο. Tο κλικ του κλεισίματος του τηλεφώνου πυροδοτεί το πόδι του οδηγού, το οποίο φεύγει από τον συμπλέχτη και το αυτοκίνητο στρίβει σπινιάροντας στη γωνία.




Πέμπτη 2 Μαρτίου 1995

JUAN RULFO από το βιβλίο “PEDRO PARAMO” [Απόσπασμα] Μετάφραση από τα Ισπανικά

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'Φύλλα για τη ΓΡΑΦΗ ΜΕ ΦΩΣ'' (τεύχος 5) το 1995






Τρίτη 18 Ιανουαρίου 1994

ΤΟ ΒΡΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ

Δημοσιεύτηκε στην ομαδική συλλογή διηγημάτων “H TEXNH TOY ΓPAΦEIN”
(εκδόσεις ‘Καστανιώτη’ -1994)