Κυριακή 21 Μαΐου 2023

2023 - Adela Fernández: "Η Μασεδόνια"

 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'INTELLECTUM' (τεύχος 17) το 2023




Η Μασεδόνια ξέρει ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα περισσότερο από το να αφαιρείς το μακιγιάζ, να πλένεις το πρόσωπο, να ξεκουράζεσαι λίγο και να κάνεις ξανά μακιγιάζ, σκιαγραφώντας στο πρόσωπο το χαρακτήρα που πρέπει να ερμηνεύσεις και να είσαι προετοιμασμένος για την παράσταση που ακολουθεί.

Το σκοτάδι, οι φωνές που σταματούν στο τρίτο κουδούνι, οι τεταμένοι μύες των δημιουργών και η προσμονή του κοινού, είναι τα συμπτώματα της σοβαρής πάθησης που κάθε φορά ανανεώνεται. Το θέατρο είναι ιερό για τους καλλιτέχνες, αλλά για τον κόσμο που του είναι ξένη αυτή η τέχνη, που απαιτεί μυστηριώδη αφοσίωση, απλά φαίνεται ως μια πάθηση.

Παρακινημένη από κληρονομημένες προλήψεις η Μάργκαρετ Λόουερ, η χωριατοπούλα που έγινε ηθοποιός σε ένα επαρχιακό θέατρο, δένει στο σχοινί της κουρτίνας μια κόκκινη κορδέλα, που αναπαριστά την ουρά του διαβόλου, για να μην αλλάζει θέση στα πράγματα ούτε να κάνει τους ηθοποιούς να παραπατούν. Με το που λέει τρεις φορές τη λέξη 'σκατά', οι καρδιές των ηθοποιών αντλούν αίμα, έτοιμες να τροφοδοτήσουν ένα ξένο σώμα: την παράσταση.

Η Μάργκαρετ Λόουερ ήταν δεκάξι χρονών όταν πληροφορήθηκε ότι ένας εκκεντρικός Έλληνας, ο Εουμένες Μαλάνος, σκόπευε να σχηματίσει μια θεατρική ομάδα. Το έργο που θα παρουσίαζε ήταν η 'Ιφιγένεια εν Αυλίδι'. Η Μάργκαρετ έγινε δεκτή, για μήνες διδάχτηκε κάτω από τις οδηγίες του Εουμένες και πήρε μέρος στο χορό. Η τραγωδία του Ευριπίδη έκανε πρεμιέρα με επιτυχία και διατηρήθηκε στο πρόγραμμα χάρη στο σταθερό ενδιαφέρον του κοινού. Όταν η πρωταγωνίστρια αποχώρησε από το έργο, η Μάργκαρετ πήρε τη θέση της. Το να ανταποκριθεί στο ρόλο δεν ήταν και τόσο εύκολο και αναγκαστικά έκαναν πάρα πολλά ιδιαίτερα μαθήματα και από αυτή την οικειότητα προέκυψε ένα παθιασμένο αίσθημα ανάμεσα σ' αυτήν και το σκηνοθέτη.

Η Μάργκαρετ έγινε αυτό που λέμε ηθοποιός με εσωτερικότητα, με νύχια, από εκείνες που κατακτούν τους θεατές και που για τον ίδιο λόγο γίνονται κτήμα του εν λόγω συμβιωτικού κοινού. Από τότε που ερμήνευσε για πρώτη φορά την Ιφιγένεια το έκανε συνεχώς χωρίς να ξεκουραστεί ούτε μια μέρα, ούτε καν όταν γέννησε τη Μασεδόνια. Το κοριτσάκι γεννήθηκε σε ένα από τα καμαρίνια, λίγα λεπτά αφότου η μητέρα της είχε ολοκληρώσει την παράσταση. Και την επόμενη μέρα η Μάργκαρετ, που είχε μια ευτυχισμένη γέννα, επανήλθε στις θεατρικές της υποχρεώσεις. Κανέναν δεν εξέπληξε αυτό το γεγονός, γιατί είναι συνηθισμένο στις χωριατοπούλες των περιχώρων να γεννούν, να κοιμούνται λίγες ώρες για να αναλάβουν τις δυνάμεις τους και να επιστρέφουν στις δουλειές της υπαίθρου. Με τη χαρά που έχουν οι μανάδες που επιστρέφουν στη γη για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, η Μάργκαρετ επανήλθε στη σκηνή.

Ο Εουμένες έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα. Κάθε δυο ή τρεις μήνες έγραφε δίνοντας επαγγελματικές συμβουλές και υποσχόταν ότι θα γυρίσει. Παρά την αναχώρησή του η θεατρική ομάδα στάθηκε στα πόδια της χάρη σε μια κρατική επιχορήγηση. Το έργο είχε γίνει μέρος της ζωής της μικρής επαρχίας. Το κοινό τρέχει στο λιτό θεατράκι με τον ίδιο τρόπο που πηγαίνει στα μαγαζιά, στους ναούς και στα πάρκα, μια συνήθεια, ένα είδος λαϊκής παράδοσης. Και τις τρεις φορές που η ομάδα επιχείρησε να παρουσιάσει άλλα έργα, το οργισμένο και επίμονο κοινό διέλυσε τα σκηνικά, κατέλαβε τα καθίσματα και απαίτησε να παρουσιαστεί η 'Ιφιγένεια εν Αυλίδι', πάντα η Ιφιγένεια. Μάταια οι ηθοποιοί συζητούν μεταξύ τους ότι αυτό το φαινόμενο είναι αφύσικο και παρά το γεγονός ότι όλες τις μέρες φεύγουν για τα σπίτια τους έχοντας παραιτηθεί, παρακινημένοι από μια παράξενη δύναμη, την επόμενη μέρα επιστρέφουν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους στην παράσταση, σαν να είχαν να κάνουν με ένα αναπόφευκτο πεπρωμένο.

Η Μασεδόνια έχει μεγαλώσει μέσα στα παρασκήνια και γι αυτή η παράσταση είναι η μοναδική πιθανή αλήθεια της ύπαρξης. Κάθε μέρα είναι το ίδιο: Μαζί με τη μητέρα της σηκώνονται, παίρνουν κάτι για πρωινό, βγαίνουν για να περπατήσουν, σταματούν στο κατάστημα που πουλάει ζώα, παρατηρούν τα διάφορα είδη που υπάρχουν στη βιτρίνα και πηγαίνουν στο θέατρο.

Ο κόσμος πέρα από τη σκηνή είναι σκοτεινός και κρύος λόγω της υγρασίας του παλιού κτιρίου και της έλλειψης παραθυριών, αλλά εκεί η ομάδα μέρα με τη μέρα αναλύει και συζητάει τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων, εξασκείται στα συναισθήματά τους και τα πάντα λάμπουν, η ενέργεια προκαλεί σπίθες κάθε φορά που εκφράζουν τόσο έντονους πόνους, θυμούς, μαρτύρια. Βάζοντας τα δυνατά τους στη διατήρηση της σκηνής κάποιοι είναι πρόθυμοι να καρφώσουν, άλλοι να μαντάρουν την αυλαία και δε λείπουν αυτοί που σκαρφαλώνουν στο πουθενά για να εγκαταστήσουν νέα προβολάκια και να σιγουρέψουν την τοποθέτηση των φώτων που θα δώσουν την εντύπωση της φλεγόμενης σκηνής. Μια ώρα πριν από την παράσταση όλοι πηγαίνουν στα καμαρίνια τους για αυτοσυγκέντρωση, στοχαστικοί, επικεντρωμένοι στους χαρακτήρες, έτοιμοι να τους υποδυθούν. Οι κομπάρσοι μεταμορφώνονται.

Παρά τα εφτά χρόνια που αναπαριστά μέρα με την μέρα το ίδιο, η Μάργκαρετ Λόουερ ποτέ δεν έχει νιώσει την παραμικρή ένδειξη κούρασης, ούτε καν ένα απλό ίχνος αυτοματισμού. Τη μια νύχτα μετά την άλλη ενσαρκώνει τη μαρτυρική Ιφιγένεια με όλο της το ευαίσθητο είναι, διαθέσιμο στην έμπνευση. Η Μασεδόνια πίσω από την κουρτίνα παρατηρεί πώς η μητέρα της, που ενσαρκώνει την Ιφιγένεια, ζητάει βοήθεια από την Κλυταιμνήστρα, που παλεύει κόντρα στον Αγαμέμνονα προς υπεράσπιση της κόρης της· αυξάνονται οι φωνές ενός πλήθους που αξιώνει ούριους ανέμους για να πλεύσουν προς την Τροία· η φωνή του μαντείου αξιώνει τη θυσία της έφηβης, στέλνοντάς την στις φλόγες του ολοκαυτώματος· ο πατέρας Αγαμέμνων υποτάσσεται στον πόνο, ο βασιλιάς Αγαμέμνων βγαίνει θριαμβευτής.

Η αυλαία πέφτει, κρύβει την απομίμηση της φωτιάς, τα σημάδια της τέλειας τραγωδίας, ξεσπούν τα χειροκροτήματα. Η Μάργκαρετ παραμένει λίγες στιγμές εξασθενημένη και στη συνέχεια όρθια υποκλίνεται και ευχαριστεί για τις επευφημίες. Όταν μπαίνει στο καμαρίνι, η Μασεδόνια της φέρνει την κανάτα και την παρατηρεί πώς καλύπτει το πρόσωπό της με λευκή κρέμα και σιγά σιγά, με βαμβάκι βγάζει τις σκούρες σκιές, τις κοκκινωπές γραμμές που της έχουν ερεθίσει λίγο τα μάτια και τα μπλε ίχνη που άφησαν οι γκριμάτσες και το άγχος. Εμφανίζεται ξανά το πραγματικό πρόσωπο της Μάργκαρετ, καλά πλυμένο με νερό και σαπούνι, ανακουφισμένο από την απαλότητα της παλιάς πετσέτας, που είναι βρεγμένη με ροδόνερο. Ξανά η Μάργκαρετ, η 'όμορφη μανούλα', βρίσκεται εκεί· χλωμή και εμπνευσμένη δέχεται τις αγκαλιές και τα συγχαρητήρια. Η Μασεδόνια παραμένει σιωπηλή ακούγοντας τα σχόλια των ηθοποιών και του κοινού. Μόλις μένουν πια μόνες η Μάργκαρετ τη ρωτάει “Πώς σου φάνηκε η παράσταση;” και το κορίτσι απαντάει “πολύ ωραία”. Σ' αυτόν το μικρό διάλογο συμπυκνώνεται η τρυφερότητα των δύο γυναικών που όπως φαίνεται δεν έχουν άλλη ζωή από αυτή που συμβαίνει στο θέατρο.

Παρασυρμένες από το μαγικό, θεατρικό κουτί, στην επιστροφή τους στο σπίτι η Μάργκαρετ και η Μασεδόνια δεν είναι παρά μόνο δυο σκιές που τις δέρνουν οι παγωμένοι άνεμοι. Το να φτάνεις στο διαμέρισμά σου είναι μια παρηγοριά. Μπαίνουν και οι δυο στην μπανιέρα με το ζεστό νερό και παίζουν με τα σφουγγάρια και τους αφρούς με τα μεταλλικά άλατα. Τυλίγονται στην ίδια πετσέτα και τρίβουν η μια την άλλη με βάλσαμο από αλγάρια. Φορώντας το νυχτικό τους, στη ζέστη από τις κουβέρτες, βάζουν τα γάντια και σε κάθε δάχτυλο ζωντανεύει και ένας χαρακτήρας από την 'Ιφιγένεια εν Αυλίδι'. Οι μικροσκοπικές κούκλες, με μάσκες και γκαρνταρόμπα, είναι όμοιες μ' αυτές του θεάτρου. Η Μασεδόνια αναλαμβάνει να κινεί το χορό. Εκεί αναπαριστάται ξανά η τραγωδία του Ευριπίδη μέχρι που η Μασεδόνια νικιέται από τον ύπνο. Τότε η Μάργκαρετ γράφει στον Εουμένες, του διηγείται με λεπτομέρεια πώς πήγε η παράσταση της μέρας και τον ενημερώνει για το πόσο ωραία είναι και πόσο μεγάλωσε η κόρη τους. Στο τέλος του γράμματος προσθέτει το ίδιο υστερόγραφο: Πιστεύω ότι έχω ωριμάσει αρκετά σαν γυναίκα και ηθοποιός και θα μπορούσα να ερμηνεύσω τώρα πια την Κλυταιμνήστρα, αλλά εν αναμονή της επιστροφής σου, σε φιλάει η μόνιμή σου Ιφιγένεια.

Έχουν περάσει οχτώ χρόνια και δυο μήνες από την πρεμιέρα, σήμερα συμπληρώνονται 2.980 παραστάσεις. Σήμερα όπως πάντα η Μασεδόνια πίσω από την αυλαία από σκούρο ύφασμα παρατηρεί τη συνηθισμένη καλλιτεχνική διαδικασία. Τρομάζει με το λυγμό του Αγαμέμνονα όταν ο γέρος ιερέας του ανακοινώνει αυτό που προφητεύει το μαντείο κι αυτό που ζητούν οι θεοί, με τις φωνές των πολεμιστών που απαιτούν να αποπλεύσουν τα πλοία, με τις ικεσίες της τρομοκρατημένης Κλυταιμνήστρας, με την Ιφιγένεια που ανεβαίνει αργά αργά τα σκαλοπάτια του πεπρωμένου της, με την πυρά που καταβροχθίζει το σώμα της και επίσης με το χειροκρότημα του κοινού.

Η Μάργκαρετ μπαίνει εξουθενωμένη στο καμαρίνι και όταν την πλησιάζει η Μασεδόνια με την κανάτα, αρνείται να καθαρίσει το πρόσωπό της. Στέκεται όρθια, κοιτάζοντας προσεκτικά τον εαυτό της στον καθρέφτη. Καταρρέει. Ηθοποιοί, τεχνικοί και περίεργοι μαζεύονται γύρω της. Κάποιος φωνάζει 'είναι νεκρή' και απλώνεται παντού ένα οδυνηρό σούσουρο. Για τη Μασεδόνια ο θάνατος είναι απλά να ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια στο βωμό των θυσιών, να σε καταπίνει η φωτιά την ώρα που ο άνεμος κουνάει τα πανιά και ξεσπάει ένα κύμα από χειροκροτήματα. Στη συνέχεια πρέπει μόνο να βγάλεις το μακιγιάζ και να πλύνεις το πρόσωπο. Έτσι ήταν πάντα.

Η Μασεδόνια, γαλήνια και χαμογελαστή, καλύπτει με κρέμα το πρόσωπο της μητέρας της, με βαμβάκια της βγάζει το μακιγιάζ και με την πετσέτα που είναι μουσκεμένη με ροδόνερο καθαρίζει τα υπολείμματα και το φρεσκάρει. Βλέποντας ότι δεν αντιδράει επαναλαμβάνει αρκετές φορές την τελετουργία του καθαρίσματος ενώ όλοι την κοιτούν συμπονετικά. Η Λουίζα, η ηθοποιός που υποκρίνεται την Κλυταιμνήστρα, αγκαλιάζει το κορίτσι και προσπαθεί να της εξηγήσει τι είναι ο θάνατος. Μακιγιάρουν ξανά τη Μάργκαρετ σα να ήταν να δώσει ξανά μια ακόμη παράσταση και την φέρνουν στη σκηνή για να την ξενυχτήσουν. Το κοινό όρθιο της αποδίδει τιμές σιωπηλά. Μια λιτανεία από εκατό άτομα περνάει το λείψανο της αγαπημένης ηθοποιού από όλα τα στενάκια της πόλης. Με κλάματα και λουλούδια η Μάργκαρετ ενταφιάζεται στο πιο ψηλό σημείο του νεκροταφείου.

Η Μασεδόνια, χωρίς να καταλαβαίνει αυτό που συνέβη, κοιμήθηκε με τη Λουίζα. Την επόμενη μέρα φτάνουν μαζί στο θέατρο, όπου οι ηθοποιοί έχουν δώσει ραντεβού για να πάρουν αποφάσεις. Το κοινό έχει γεμίσει τα καθίσματα και απαιτεί την παράσταση όπως πάντα. Χωρίς τη Μάργκαρετ Λόουερ είναι παράλογο, αλλά οι ηθοποιοί σκέφτονται ότι αν το ζητάει το κοινό, πρέπει να δώσουν την παράσταση χωρίς τη δική της παρουσία και ίσως αρκεί να φανταστούν τις εμφανίσεις της στη σκηνή και να ξαναθυμηθούν τα λόγια της, που όλοι ξέρουν από μνήμης. Χωρίς να εκπλήσσεται κανένας, πράγμα περίεργο, τη στιγμή που έπρεπε να μπει η Μάργκαρετ στη σκηνή, η Μασεδόνια, παίρνοντας τη θέση της, εμφανίζεται και ερμηνεύει το ρόλο με την ευχέρεια κάποιου που έχει κάνει δικό του τον τόνο και τον παλμό του χαρακτήρα. Κάπως έτσι στο Θέατρο Εουμένες, ένα κοριτσάκι επτά χρονών είναι η ερμηνεύτρια της Ιφιγένειας εν Αυλίδι. Όλοι γνωρίζουν ότι αυτό θα συμβαίνει μια ζωή, γιατί αυτό το πιστό και συμβιωτικό κοινό επιβάλλει τη δύναμη της συνήθειας. Για πάντα Ιφιγένεια.


Η Αντέλα Φερνάντες (1942- 2013) ήταν Μεξικανή συγγραφέας και δασκάλα θεάτρου. Σπούδασε υποκριτική και δραματουργία στο Κέντρο Εκπαίδευσης Κινηματογράφου του Ιβηροαμερικανικού Πανεπιστημίου της Πόλης του Μεξικού. Η Φερνάντες άφησε πίσω της σημαντική βιβλιογραφία που αποτελείται από 14 βιβλία που αποτελούνται από λογοτεχνία, ποίηση, ανθρωπολογία και ιστορία του Μεξικού, δύο μικρού μήκους ταινίες πειραματικού κινηματογράφου και πολλά θεατρικά έργα. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει περιγράψει τη λογοτεχνία της Φερνάντες ως «εξαιρετικά σκοτεινή, πολύ θλιβερή» και το δήγημά της 'Το κλουβί της θείας Ενεντίνας' ως «μεταξύ των δέκα ιστοριών της Λατινικής Αμερικής που κάθε άτομο πρέπει να διαβάσει»




Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

2022 'Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του' του Άχμαντ Αμπού Αμίρ ιμπν Σουχάιντ

(Δημοσιεύθηκε στο διαδικτυακό περιοδικό 'Χάρτης' 2/2022)


Βλέποντας ότι η ζωή μου στρέφει το πρόσωπο
Βλέποντας ότι η ζωή μου στρέφει το πρόσωπο
και ότι ο θάνατος μ' αρπάζει αναπόφευκτα,
το μόνο που λαχταρώ είναι να ζήσω κρυμμένος
στην κορυφή ενός βουνού, εκεί όπου φυσάει ο άνεμος·
μόνος, τρώγοντας ό,τι απομένει από τη ζωή
τους σπόρους του αγρού και πίνοντας νερό στις λακκούβες των βράχων.


Μετά το όργιο
Όταν σκασμένη από το μεθύσι της αποκοιμήθηκε
και σφάλισαν τα μάτια όλης της παρέας,
την πλησίασα δειλά,
σαν το φίλο που αναζητά ύπουλη επαφή στα μουλωχτά.
Σύρθηκα προς το μέρος της ανεπαίσθητα σαν το όνειρο·
στράφηκα προς το μέρος της γλυκά σαν την ανάσα.
Φίλησα το λαμπερό λευκό του λαιμού της·
πίεσα το ζωηρό κόκκινο του στόματός της.
Και πέρασα μαζί της απολαυστικά,
μέχρι που το σκοτάδι χαμογέλασε,
δείχνοντας τα λευκά δόντια της αυγής.

Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του
Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του,
αναζητώντας τα σύννεφα της γόνιμης βροχής·
και οι στρατιές των μαύρων σύννεφων που είναι φορτωμένα με νερό, παρήλαυναν μεγαλοπρεπώς, οπλισμένες με τα χρυσά σπαθιά της αστραπής.

Ο Ahmad Abū ‘Āmir ibn Šuhayd (Κόρδοβα, 992-1035) είναι ο αυθεντικός διανοούμενος που με το κύρος του δεν κάνει τα γράμματα επάγγελμα αλλά λειτούργημα. Πιθανόν επικεφαλής της ποιητικής και πολιτικής ομάδας όπου ξεχώριζε ο Ibn Hazm (v. Tawq al-hamāma), με τον οποίο πάντοτε τους ένωνε μεγάλη φιλία. Από τις απόψεις του σαν κριτικός ξεχωρίζει ο ισχυρισμός του ότι η καλή λογοτεχνία έγκειται στο ταμπεραμέντο του συγγραφέα και όχι στην ευρυμάθεια και την καλή του γνώση της γραμματικής, δηλαδή γι' αυτόν το καλύτερο εργαλείο του συγγραφέα -ο ποιητής γεννιέται δεν γίνεται- είναι η ευφυΐα. Όσον αφορά την ποιητική του παραγωγή γνωρίζουμε ότι είχε το χάρισμα του αυτοσχεδιασμού. Συνέθεσε πάρα πολλούς στίχους ανταγωνιζόμενος ποιητές από την ανατολή.
Όταν πλησίαζε ο θάνατός του —πέθανε από ημιπληγία— έγραψε ένα ποίημα στον Ibn Hazm όπου του ζητούσε να μη ξεχάσει να του αποδώσει τιμές στην κηδεία του και εξέφραζε την επιθυμία του να περάσει τις τελευταίες του μέρες «στην κορυφή ενός βουνού, εκεί όπου φυσάει ο άνεμος· μόνος, τρώγοντας ό,τι απομένει από τη ζωή τους σπόρους του αγρού και πίνοντας νερό στις λακκούβες των βράχων». Όταν πέθανε ενταφιάστηκε σε ένα πάρκο στην Κόρδοβα, κάτω από τα λουλούδια.

Βλέποντας ότι η ζωή μου στρέφει το πρόσωπο

Βλέποντας ότι η ζωή μου στρέφει το πρόσωπο 
και ότι ο θάνατος μ' αρπάζει αναπόφευκτα,
το μόνο που λαχταρώ είναι να ζήσω κρυμμένος
στην κορυφή ενός βουνού, εκεί όπου φυσάει ο άνεμος·
μόνος, τρώγοντας ό,τι απομένει από τη ζωή
τους σπόρους του αγρού και πίνοντας νερό στις λακκούβες των βράχων.



Μετά το όργιο

Όταν σκασμένη από το μεθύσι της αποκοιμήθηκε
και σφάλισαν τα μάτια όλης της παρέας,
την πλησίασα δειλά,
σαν το φίλο που αναζητά ύπουλη επαφή στα μουλωχτά.
Σύρθηκα προς το μέρος της ανεπαίσθητα σαν το όνειρο·
στράφηκα προς το μέρος της γλυκά σαν την ανάσα.
Φίλησα το λαμπερό λευκό του λαιμού της·
πίεσα το ζωηρό κόκκινο του στόματός της.
Και πέρασα μαζί της απολαυστικά,
μέχρι που το σκοτάδι χαμογέλασε,
δείχνοντας τα λευκά δόντια της αυγής.


Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του

Στο σκοτάδι κάθε λουλούδι θα ανοίξει το στόμα του,
αναζητώντας τα σύννεφα της γόνιμης βροχής·
και οι στρατιές των μαύρων σύννεφων που είναι φορτωμένα με νερό, παρήλαυναν μεγαλοπρεπώς, οπλισμένες με τα χρυσά σπαθιά της αστραπής.

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

2022 - Χούλιο Κορτάσαρ "Happy new year"

 


Κοίτα, δεν ζητάω πολλά,
μoναχά το χέρι σου, να το κρατάω
σαν ένα βατραχάκι που κοιμάται έτσι απλά ευτυχισμένο.
Χρειάζομαι αυτή την πόρτα που μου έδινες
για να μπω στον κόσμο σου, αυτό το κομματάκι πράσινης ζάχαρης, το χαπάκι της χαράς.
Δεν θα μου δώσεις το χέρι σου απόψε που τελειώνει ο χρόνος με τις βραχνές
κουκουβάγιες;
Δεν μπορείς, για τεχνικούς λόγους.
Γι' αυτό το μηχανεύομαι στον αέρα, επινοώντας κάθε δάχτυλο,
το μεταξένιο ροδάκινο
της παλάμης
και την πίσω όψη, αυτή τη χώρα με τα μπλε δέντρα.
Έτσι το παίρνω και το κρατάω,
σαν να εξαρτιόταν από αυτό
τόσα πολλά πράγματα στον κόσμο,
η διαδοχή των τεσσάρων εποχών,
το λάλημα των πετεινών, η αγάπη των ανθρώπων.


Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

2021 Το στιλέτο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες

   (Δημοσιεύτηκε στην σελίδα μου στο ΦΒ)



Σε ένα συρτάρι υπάρχει ένα στιλέτο. Σφυρηλατήθηκε στο Τολέδο, στα τέλη του περασμένου αιώνα· Ο Λιουίς Μελιάν Λαφίνουρ το έδωσε στον πατέρα μου, ο οποίος το έφερε από την Ουρουγουάη· Ο Εβαρίστο Καρριέγο κάποτε το κράτησε στο χέρι του.

Όσοι το βλέπουν πρέπει να παίξουν για λίγο μαζί του· Αξιοσημείωτο είναι ότι το αναζητούσαν για καιρό· Το χέρι σπεύδει να σφίξει τη λαβή που το περιμένει· Η υπάκουη και δυνατή λεπίδα παίζει με ακρίβεια στο θηκάρι.

Άλλο πράγμα ζητάει το στιλέτο. Είναι κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο που φτιάχτηκε από μέταλλο· Οι άνθρωποι το σκέφτηκαν και το διαμόρφωσαν για έναν σκοπό πολύ συγκεκριμένο· πρόκειται, κατά κάποιο τρόπο αιώνιο, για το στιλέτο που χθες βράδυ σκότωσε έναν άνδρα στο Τακουαρεμπό και τα στιλέτα που σκότωσαν τον Καίσαρα. Θέλει να σκοτώσει, θέλει να χυθεί αίμα εκεί που που δεν το περιμένεις.

Σε ένα συρτάρι γραφείου, ανάμεσα σε προσχέδια και επιστολές, το στιλέτο ακατάπαυστα βλέπει στο ύπνο του το απλό όνειρο της τίγρης και το χέρι ζωντανεύει όταν το εξουσιάζει, γιατί το μέταλλο ζωντανεύει, το μέταλλο που προαισθάνεται σε κάθε άγγιγμα τον δολοφόνο για τον οποίο το δημιούργησαν οι άνθρωποι.

Μερικές φορές στενοχωριέμαι. Τόση σκληρότητα, τόση πίστη, τόση ευγενική ή αθώα περηφάνια και τα χρόνια περνούν, άχρηστα.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

2021 ΕΝΕΚΕΝ επτά ποιήματα της Μεξικανής ποιήτριας Βερόνικα Βόλκοφ




Στο νέο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ ανάμεσα σε άλλα δημοσιεύονται και επτά ποιήματα της Μεξικανής ποιήτριας Βερόνικα Βόλκοφ, σε δική μου μετάφραση από τα Ισπανικά.

Το τεύχος διατίθεται σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, καθώς και στο χώρο πολιτισμού του ΕΝΕΚΕΝ, Πρ.Κορομηλά 37, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Ένα μικρό δείγμα:

ARCANO XIX

Ο ΗΛΙΟΣ


Λευκή μονάδα όπου σπάνε

τα χρώματα

στο φως θα έβγαινε ο κόσμος

αλλά στη συμφωνία της υπάρχει διαφάνεια

αόρατο κόσμημα που φυλάκισε το θησαυρό

η σιωπή

που άκουσε όλη τη μουσική και σκέφτεται



καθώς τα πράγματα φωτίζουν τις εικόνες

δεν υπάρχουν φωτιές στις λάμψεις

στο φως

φυλάνε τον κόσμο οι καθρέφτες

ίσως με το φως λογίζεται



φέρνει ο ήλιος το φως

ως πηγή

που ξεκαθαρίζει

μια μνήμη

που φωτίζει

τι πα να πει αγνότητα.



Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

2021 Jessica Pérez Quesada "Murderer"

   (Δημοσιεύτηκε στην σελίδα μου στο ΦΒ)


ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ


Ένα ποίημα κατά της λέπρας είναι απαραίτητο

ένα ποίημα για να σκοτώσει - χρειάζεται το ποίημα

μια έκρηξη κυνισμού - δεν θέλεις-

δεν χρειάζεται να σκοτώσεις - ανατρέπεται η πραγματικότητα,

το ψυχαναγκαστικό πράσινο ανθρωπάκι φαίνεται να κλωτσάει το ακίνητο κόκκινο

(δεν ξέρεις αν θα πρέπει να περάσεις ή όχι)

δεν ξέρεις τι να κάνεις όσο κρατούν οι συγκλίσεις - δεν θέλεις -

δεν θα 'πρεπε κάποιος να ρισκάρει - ξέρω ότι μέσα στο ίδιο το σπίτι

δεν υπάρχουν πια όπλα κατά της λέπρας

και οι δύο έχουν γίνει κομμάτια και οι δύο αφανίζονται

ούτε χρειάζεται να βγεις και να διασχίζεις τους δρόμους

εάν τα φανάρια γίνονται άναρχα

και ο χρόνος μοιάζει να κλωτσάει το τσιμέντο

και το σώμα σου να κλωτσάει το τσιμέντο

και η σάρκα σου να περιπλανιέται στην ίδια της την εξέγερση

αυτή δεν ξέρει τι να κάνει με τα δίπολα

-νεκρός καθώς είναι κάποιος εν δυνάμει-

δεν θα 'πρεπε να γράφουν - ξέρω κάποια πράγματα

καλύτερα να σωπαίνεις


Ο παππούς είναι μια γάτα που ποτέ δεν ούρησε κοντά στο δέντρο

Η γιαγιά είναι ένα κρύσταλλο που αδυνατίζει

Είμαστε του θανάτου σαν τα φύλλα του αέρα.


Jessica Pérez Quesada (La Habana/ Cuba, 1989). Έλαβε το Εθνικό Βραβείο Ποίησης 'Βασίλισσα της Θάλασσας' το 2016, με το τετράδιο ποίησης “Cirquísma”. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε ιντερνετικά σάιτ, σε περιοδικά στην Κούβα και το εξωτερικό και στις ποιητικές ανθολογίες 'Un solo mare e la parola (Grupo GRECAM, Ιταλία, 2016), Devenir Isla (Cinosargo Ediciones,Χιλή, 2018), Impertinencia de las dípteras (ΗΠΑ, 2019) και στην ποιητική ανθολογία με νέους ποιητές από την Κούβα και το Μεξικό 'Post Judas (Proyecto Literal, Μεξικό, 2019). 


2021 Χουάν Ρούλφο vs Οκτάβιο Πας

  (Δημοσιεύτηκε στην σελίδα μου στο ΦΒ)



Όσον αφορά το συγκεκριμένο διήγημα του Οκτάβιου Πας (http://raptisthlit.blogspot.com/2016/05/octavio-paz.html), υπάρχει και η ιστορία ενός άλλου είδους ονείρου που ο επίσης Μεξικανός Χουάν Ρούλφο διηγήθηκε κάποτε, μια ιστορία σε έναν κόσμο τόσο ονειρικό, παράξενο και γεμάτο εκπλήξεις σαν κι αυτόν του Οκτάβιου Πας.

“Μια μέρα έφτασα σε ένα χωριό όταν πια είχε νυχτώσει. Στο κέντρο υπήρχε ένα δέντρο. Μόλις βρέθηκα στο μέσο της πλατείας συνειδητοποίησα ότι εκείνο το χωριό, ενώ έδειχνε να είναι χωριό-φάντασμα, στην πραγματικότητα ήταν κατοικημένο. Με περικύκλωσαν, όλο και με πλησίαζαν μέχρι που με έδεσαν σε ένα δέντρο και μετά έφυγαν. Πέρασα όλη τη νύχτα εκεί. Αν και ήμουν κάπως αμήχανος, δεν ήμουν τρομαγμένος, στην πραγματικότητα δεν είχα καν το κουράγιο για κάτι τέτοιο. Ξημέρωσε και σιγά σιγά εμφανίστηκαν αυτοί που με είχαν δέσει. Με έλυσαν και μου είπαν: 'Σε δέσαμε γιατί όταν ήρθες είδαμε ότι σε είχε χάσει η ψυχή σου, ότι η ψυχή σου σε έψαχνε και σε δέσαμε για να σε βρει.'

Χουάν Ρούλφο