Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'INTELLECTUM' (τεύχος 16) το 2021
-Η
υπόθεση δεν έχει εξήγηση -λέει η αναφορά
του Επιθεωρητή Σαλίνας-, αν αναλογιστούμε,
από τη μια, ότι το ζεύγος Μπαρρενετσέα
ποτέ, από τότε που έφτασαν σ' αυτή την
περιοχή πριν από αρκετά χρόνια, δεν
επέδειξε συμπεριφορά που να απείχε από
το κανονικό και από την άλλη ότι, σύμφωνα
με τους γείτονες, φίλους και συγγενείς
τους, δεν
είχε
ακουστεί να έχουν έχθρες κανενός είδους.
Τα γεγονότα φαίνεται να δείχνουν ότι ο
γιατρός Μπαρρενετσέα προσβλήθηκε από
ορισμένου τύπου αιφνίδια τρέλα που τον
έφτασε στο σημείο να φερθεί με τον τρόπο
που το έκανε.
Ι
Όταν
μετά από ένα χτύπημα στο παράθυρο ο
ψηλός άντρας πήδηξε μέσα με ένα τσεκούρι
στο χέρι, ένα σακίδιο κρεμασμένο στον
ώμο και μια γυναικεία κάλτσα να του
καλύπτει όλο το κεφάλι, το ποτήρι με το
ουίσκι έπεσε από τα δάχτυλα του γιατρού
Βαρρενετσέα και κύλησε στο πάτωμα,
σκορπίζοντας το περιεχόμενό του στο
χαλί, ακριβώς την στιγμή που μια τσιρίδα
της Ρίτα Κλάιν δε Βαρρενετσέα διαπέρασε
αυτό που μέχρι εκείνο το δευτερόλεπτο
ήταν ένα ήρεμο, σπιτικό απόγευμα.
-Μη
κουνηθείτε -είπε ο ψηλός άντρας-. Ξέρω
ότι είστε μόνοι, γνωρίζω καλά τις
συνήθειές σας. Κανένας δεν πρόκειται
να έρθει απόψε, έχουμε μπόλικο χρόνο γι
αυτό που πρόκειται να κάνουμε. Εσείς
κυρία καθίστε εκεί, δίπλα στον σύζυγό
σας. Καμιά λάθος κίνηση: είμαι άσσος στο
τσεκούρι.
-Τι
θέλετε; -ρώτησε πνιχτά ο γιατρός
Βαρρενετσέα.
-Μην
ανησυχείτε -είπε ο ψηλός άντρας- . Σύντομα
θα το γνωρίζετε. Μπορούμε να ξεκινήσουμε
ανοίγοντας την τηλεόραση για να βλέπουν
οι γείτονες και κάποιος που θα μπορούσε
να περάσει ότι όλα είναι απολύτως
φυσιολογικά.
-Ενώ
δεν είναι; -είπε η κυρία Βαρρενετσέα.
-Τι
σκέφτεστε...; Όχι, η αλήθεια είναι ότι
δεν είναι. Σας διαβεβαιώνω, μάλιστα
μπορώ και να σας το ορκιστώ, ότι αυτή η
νύχτα δε θα είναι σαν όλες τις άλλες.
Η
φωτιά στο τζάκι έκανε τα ξύλα να
σπινθηρίζουν και το ράπισμα της βροχής
στα τζάμια της πόρτας της αυλής όλο και
μειωνόταν. Η φωνή του ψηλού άντρα
ακουγόταν αδυνατισμένη μέσα από την
κάλτσα, κάπως ένρινη, ίσως ξεψυχισμένη.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δε
διακρίνονταν καθαρά. Οι γκριμάτσες στο
στόμα του στράβωναν κάθε φορά που τα
χείλη του έστριβαν για να προφέρουν μια
λέξη.
-Τι
θέλετε; -είπε ξανά ο γιατρός Βαρρενετσέα,
αμέσως μόλις έκανε στον ψηλό άντρα τη
χάρη να πατήσει ένα κουμπί στο τηλεκοντρόλ
του για να θέσει σε λειτουργία την
τηλεόραση.
-Τίποτα
το ιδιαίτερο. Να συζητήσουμε λίγο, να
θυμηθούμε τα παλιά, να ξεκαθαρίσουμε
ίσως κανένα ανεξόφλητο λογαριασμό.
Ο
ψηλός άντρας, χωρίς να αφήσει το τσεκούρι,
κάθισε στην καρέκλα Μορίς που έβλεπε
απέναντι στον καναπέ, εκεί όπου
κουλουριαζόταν ταραγμένο το ζευγάρι.
-Αλλάξτε
αυτό το κανάλι -είπε-. Πολύ φασαρία. Ψάξτε
για μουσική. Με το ελεύθερο χέρι του
τράβηξε την άκρη του σακιδίου, έβγαλε
κάτι που θα μπορούσε να είναι χασαπομάχαιρο
και το άφησε στο γυαλισμένο μπράτσο της
καρέκλας Μορίς. Η κυρία Βαρρενετσέα
στραβοκατάπιε. Μετά, με το ίδιο ελεύθερο
χέρι, ο άντρας έβγαλε την κάλτσα και
έστρωσε με τα δάχτυλα το μαλλί.
Ο
γιατρός Βαρρενετσέα τον κάρφωσε με τα
μάτια και από το σύνολο της έκφρασής
του
τον
διαπέρασε ένα φλας απελπισίας, κάτι σαν
την ακριβή διαίσθηση του θανάτου.
-Βλέπω
ότι ακόμη με θυμάστε -είπε ο ψηλός
άντρας-.
II
Το
απόγευμα προχωράει, ο ήλιος σιγά σιγά
κρύβεται πίσω από τους λόφους βάφοντας
κόκκινη την κοιλάδα και πλέον αρκετοί
επισκέπτες έχουν αποσυρθεί. Γιορτάζουμε
τα εγκαίνια του νέου σπιτιού που έχει
χτίσει ο μπαμπάς για την Σεσίλια, που
“μας παντρεύεται”, όπως ο ίδιος λέει
με κάθε αφορμή, χαμογελώντας. Εγώ δε
βλέπω πουθενά να έχει πλάκα. Αν και
έρχομαι στο αγρόκτημα μόνο τους
καλοκαιρινούς μήνες, ανάμεσα στις
τελευταίες εξετάσεις του σχολείου και
την πρώτη μέρα των μαθημάτων, θα είναι
βαρετό, σκέφτομαι, να συναντάω πάντα το
βλήμα τον Ρουπέρτο, το 'μέλλον' της
αδελφής μου, που θα παραμείνει με τον
πατέρα μου για να δουλέψουν το αγρόκτημα.
Έχουν θυσιαστεί αρκετά αρνιά και η
ψησταριά έχει ποτιστεί με μπόλικο κρασί,
καθώς και με τσίτσα μήλου που έφεραν οι
Γερμανοί. Πλέον πρόκειται να μείνουμε
μόνο τέσσερις. Η Ρίτα, η μεγαλύτερη από
τις Γερμανιδούλες από το σπιτάκι που
βρίσκεται χαμηλά, εκεί όπου τα μονοπάτια
από τα βουνά τέμνονται με το δρόμο. Την
ώρα που έφευγαν είπε στο μπαμπά: “Μπορώ
να μείνω λίγο ακόμα; Ο Οσκιτάρ με συνοδεύει
αργότερα με το άλογο”. Ο Οσκιτάρ είμαι
εγώ και νιώθω το αίμα μου να κάνει
πεταλουδίτσες όταν το λέει αυτό. “Ωραία”
-της κάνει το χατήρι ο γέρος, ρίχνοντάς
μου μια λοξή ματιά-. “Αλλά προσοχή, ε;”.
Προφέρει το 'αλλά' με παχύ λάμδα, πράγμα
που μου προκύπτει πολύ φορτικό και μου
τη δίνει, αν και σ' αυτή τη συγκεκριμένη
περίπτωση θα τον γέμιζα φιλιά το γέρο.
Η Ρίτα είναι η γυναίκα που μου αρέσει
όσο ποτέ καμιά άλλη και είναι σαν 'έτοιμη
για φωτογραφία' κι όταν την πάω στο σπίτι
της, θα πω να μου σελώσουν μόνο ένα άλογο.
Μαζί
με τη Ρίτα παραμένουν ο Άλβαρο Κουέστα,
ο συμφοιτητής μου στο μάθημα της
Ανατομίας, ο καλύτερός μου φίλος, που
ήρθε στο αγρόκτημα για μερικές εβδομάδες
και ο θείος Ραμίρο, που βρίσκεται, όπως
πάντα, ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο,
κουρασμένος κι όσο ποτέ μεθυσμένος.
Εκτός από το να σιγοτραγουδάμε, να λέμε
αστεία, να γελάμε σποραδικά και να
απολαμβάνουμε το ψητό αρνί, έχουμε πιει
αρκετά, ίσως περισσότερο απ' όσο θα
έπρεπε. Είναι εκεί κι ο Ρεϊνάλδο Δομίνγκες,
ο γιος του πιο παλιού ενοίκου του
αγροκτήματος, με τον πάντα παρόντα
Τίγρη, ένα σκυλάκο που έχει κάπου έναν
αιώνα και λατρεύει όπως κανέναν άνθρωπο.
Οι υπόλοιποι, δηλαδή ο πατέρας μου, το
ζευγάρι και η θεία μου Τσίτα, έχουν πάει
στο μεγάλο σπίτι·
οι επιβλέποντες την κατασκευή ήδη
κατεβαίνουν προς το δρόμο για να προλάβουν
το τελευταίο μίνι μπας για να τους πάει
στο χωριό. Ο Ρεϊνάλδο συνεχίζει να
ασχολείται με την ψησταριά, που μοιάζει
με βαρέλι χωρίς πάτο και με το άδειασμα
των μπουκαλιών στις κανάτες κι από κει
το κόκκινο κρασί στα ποτήρια. Ο Τίγρης
σηκώνεται, τον ακολουθεί, ξανασηκώνεται,
πάει κι έρχεται.
-Ήταν
πολύ ωραία γιορτή -λέει η Ρίτα.
-Ναι
-λέω εγώ και χαμηλώνοντας τη φωνή-: κρίμα
που στην αδελφή σου δεν άρεσε ο φίλος
μου.
-Κρίμα
-λέει-. Αλλά ο φίλος σου μάλλον είναι
λίγο άχαρος.
-Όχι
και τόσο -τον υπερασπίζομαι-. Δεν της
άρεσε, τελεία. Μάλλον ούτε σ' αυτόν άρεσε.
-Δεν
είναι σαν κι εσένα.
Την
πλησιάζω κι άλλο. Ακουμπάω το κεφάλι
μου στον ώμο της. Η Ρίτα μου κάνει κάτι
σα δαγκωματάκι στο κεφάλι. Είναι σε
ημιάγρια κατάσταση.
-Ωραία
γιορτή -επαναλαμβάνει.
-Ναι
-επαναλαμβάνω εγώ-. Αλλά κάτι λείπει για
ένα καλό κλείσιμο, κάτι κουλ, συναισθηματικό,
ξέρω γω τι, κάτι με λίγο περισσότερο
χρώμα.
-Να
βάλουμε φωτιά στο σπίτι των νεόνυμφων
-γελάει. Είναι σε ημιάγρια κατάσταση.
-Να
φορέσουμε καπέλο ένα κουβά με κρασί στο
θείο σου, να δούμε αν θα ξυπνήσει -λέει
ο Άλβαρο, μισοανοίγοντας τα νυσταγμένα
του μάτια.
-Να
ευνουχίσουμε αυτό το βλαμμένο -πετάγεται
ο θείος μου βαριανασαίνοντας και δείχνει
το φίλο μου.
-Να
σφάξουμε τον Τίγρη και να τον ρίξουμε
στην ψησταριά...
Πριν
το ξημέρωμα, το πρωί, ο Άλβαρο κι εγώ
έχουμε δει να σφάζουν το ένα από τα
αρνιά. Του έδεσαν τα πίσω πόδια με τα
μπροστινά και το κρέμασαν μετά από ένα
τσιγκέλι που ήταν στερεωμένο στο
υπόστεγο, στην προέκταση του μεγάλου
δεσίματος, με το κεφάλι προς τα κάτω·
και πάνω στο έδαφος, ακριβώς κάτω από
το κεφάλι του, έβαλαν ένα πήλινο δοχείο.
Ύστερα βύθισαν το μαχαίρι στο λαιμό και
το πέρασαν προσεκτικά από το μια άκρη
στην άλλη. Το αίμα έτρεξε κατά κύματα
στο σκεύος. Ο Ρεϊνάλδο ο σφάχτης μας
ρώτησε αν θα θέλαμε να το δοκιμάσουμε.
Ο Άλβαρο είπε πως δε θέλει. Εγώ το
δοκίμασα. Ήταν χλιαρό και δε μ' έκανε να
αηδιάσω. Μου άρεσε θα έλεγα.
-Και
το αίμα θα το δώσουμε στο Ρεϊνάλδο
-πρόσθεσα.
Μετά
από κάποιους γύρους ακόμη με κρασιά,
όταν είχε πέσει πια η νύχτα, η Ρίτα μου
λέει ότι θα την ευχαριστούσε η ιδέα με
τον σκύλο. Να σφάξουμε τον Τίγρη. Γελάω,
αυτή είναι σε ημιάγρια κατάσταση. Ο
Ρεϊνάλδο είναι εκεί, του τον δείχνω και
δεν πρόκειται να το επιτρέψει.
-Είμαστε
χαμένοι -λέει η Ρίτα, κολλώντας στο σώμα
μου και βυθίζοντας τα νύχια των δακτύλων
της στο πόδι μου. Την αγκαλιάζω και ένα
από τα χέρια μου μένει γλυκά παγιδευμένο
ανάμεσα στο στήθος της και το δικό μου.
Νιώθω τη απαλότητα του στήθους της και
το αίμα μου κυλάει πιο γρήγορα, η καρδιά
μου ανάβει σα φούρνος.
-Όχι
-τη διαβεβαιώνω συνεχίζοντας το παιχνίδι-.
Χαμένοι όχι. Θα έχεις αυτό που θέλεις,
οι επιθυμίες σου είναι διαταγές για
μένα. Θα σφάξουμε τον Τίγρη.
-Ναι,
τι ωραία -μου φωνάζει η Ρίτα λάμποντας-.
Και το αίμα θα το δώσουμε στο Ρεϊνάλδο!
Ο
Ρεϊνάλδο μας κοιτάζει χωρίς να διασκεδάζει
με το αστείο. Ο θείος μου έχει κοιμηθεί
για τα καλά κι ο Άλβαρο φαίνεται να έχει
περιπέσει σε μια καταθλιπτική κατάσταση,
ζωντανός νεκρός. Σηκώνομαι και πριν
κάνω δυο βήματα παρατηρώ ότι το κρασί
με κάνει να παραπατάω και ότι η σταθερή
γη δεν είναι πια και τόσο ασφαλής. Βαδίζω
μέχρι το φούρνο και χτυπάω τον Ρεϊνάλδο
στην πλάτη.
-Πάμε
να σφάξουμε τον Τίγρη -του λέω, χωρίς να
αποφύγω ένα καγχασμό και περνώντας ένα
δάχτυλό μου στο λαιμό-. Σαν τα αρνιά το
πρωί.
Ο
σκύλος ρίχνεται σχεδόν στα πόδια του
αφεντικού του και κουνάει τα αυτιά μόλις
ακούει το όνομά του.
-Όχι
κύριε Όσκαρ -λέει ο Ρεϊνάλδο- . Μη μου
ενοχλείτε τον Τίγρη, που είναι πια
γεροντάκι ο καημένος.
-Γι
αυτό ακριβώς Ρεϊνάλδο -τον επιμένω- .
Ακριβώς γιατί είναι γεροντάκι θα τον
σφάξουμε. Και μετά εσύ θα πάρεις το αίμα
του, εσύ μόνο. Το αίμα είναι για σένα.
Κάθομαι
στις φτέρνες μου και αρπάζω τον Τίγρη
από το λαιμό, αναγκάζοντάς τον να σηκωθεί
στον ήχο του δικού του ουρλιαχτού.
-Δες
Ρίτα! -φωνάζω τη φίλη μου.
-Αφήστε
τον κύριε Όσκαρ -μου λέει ο Ρεϊνάλδο,
με ένα απειλητικό υφάκι που δε μου
αρέσει.
-Τσακίσου
από δω, βλαμμένε! -τον προκαλώ-. Σε ποιον
νομίζεις ότι μπορείς να του λες τι πρέπει
να κάνει;
Δίνω
άλλη μια στον σκύλο, που oυρλιάζει
ξανά. Τότε νιώθω το μεγάλο και δυνατό
χέρι του Ρεϊνάλδο να με αρπάζει από το
μπράτσο και να με ταρακουνάει.
-Φτάνει,
κόφτε το πια κύριε Όσκαρ -λέει, μου δίνει
μια σπρωξιά, με πετάει μακριά και με
κάνει να παραπατάω κάμποσα μέτρα. Ο
κακομοίρης ο ινδιάνος, σκέφτομαι, ποιος
νομίζει πως είναι αυτός ο κακομοίρης ο
ινδιάνος. Τρέχω μέχρι το φούρνο, αρπάζω
με τα δυο χέρια την τσιμπίδα για τα
κρέατα και, χωρίς να ακούσω την συνείδησή
μου, δίνω στον Ρεϊνάλδο μια με το σίδερο
κατακέφαλα που τον ρίχνει στο έδαφος,
ζαλισμένο ή νεκρό, άγνωστο.
-
Κακομοίρη ινδιάνε -του λέω. Η Ρίτα έχει
φτάσει σε μένα και αφήνεται να προστατευτεί
στην αγκαλιά μου.
-Τι
ήθελε αυτός ο άξεστος; -ρωτάει.
-Δώσε
μου το σκοινί -της λέω και της το δείχνω,
ακόμη ταραγμένος από τη βία του χτυπήματος
με την τσιμπίδα.
Ο
Τίγρης είναι γέρος και δεν αντιστέκεται.
Η δουλειά είναι τελικά σχετικά εύκολη.
Αφού ξύπνησα το θείο και έβγαλα τον
Άλβαρο από την καταθλιπτική αποκτήνωσή
του για να πάμε στο μεγάλο σπίτι, βάζω
με μεγάλη προσοχή το σκεύος όπου έχω
αδειάσει το αίμα του σκύλου δίπλα στο
κεφάλι του Ρεϊνάλδο, για να είναι το
πρώτο που θα δουν τα μάτια του μόλις
συνέλθει.
ΙΙΙ
-Ναι
-είπε ο γιατρός Μπαρρενετσέα-. Ναι σε
θυμάμαι. Και θυμάμαι γιατί έχεις τη μια
πλευρά του κεφαλιού βαθουλωμένη. Τι
θέλεις;
-Κι
εσείς κυρία, με θυμάστε κι εσείς;
-Ναι
– λέει η κυρία Μπαρρενετσέα-. Θυμάμαι
ότι ο Όσκαρ σου έδωσε αυτό που άξιζες.
Τι θέλεις;
-Να
παίξουμε τα αινίγματα, αυτό θέλω. Αρχίστε
εσείς, κύριε Όσκαρ, γιατρέ Μπαρρενετσέα,
Οσκιτάρ.
-Κοίτα,
Ρεϊνάλδο, είναι αργά, τι σκοπεύεις να
κάνεις, θέλεις λεφτά, τι σκατά θέλεις;
-Αρχίστε.
-Άντε
στο διάολο!
Ο
ψηλός άντρας δίνει ένα γρήγορο σάλτο
από την καρέκλα Μορίς στον καναπέ, χωρίς
ν' αφήσει το τσεκούρι και ρίχνει στο
γιατρό Μπαρρενετσέα μια δυνατή μπουνιά
στο κεφάλι.
-Εδώ
είμαι εγώ αυτός που διατάζει. Αρχίστε!
Άντε αρχίστε!
-”Ψηλή
γριά, λιγνή, το λίπος της το χάνει” -είπε
ο γιατρός, σχεδόν με ξεψυχισμένη φωνή.
-Εσείς
τώρα -της λέει ο ψηλός άντρας της κυρίας
.
-”Χρυσός
δεν είναι, ασήμι δεν είναι·
άνοιξε αυτό το πακέτο και θα δεις τι
είναι.”
-Ωραία,
ωραία, έτσι μ' αρέσει. Το κερί.... Η μπανάνα.
Για να δούμε ποιος από τους δυο θα
μαντέψει αυτό που θα σας βάλω εγώ·
ορίστε: “Ποιος θα πάει πρώτος να πάρει,
τ' αρνιού το αίμα στο χορτάρι;”.
Ο
γιατρός και η σύζυγός του ταράχτηκαν.
Ο ψηλός άντρας συνέχισε:
-Μαντέψτε
κύριε Όσκαρ, για να δούμε, για να δούμε,
μαντέψτε το, ποιον θα σφάξουμε σαν αρνί,
εσάς ή εμένα; Κι εσείς, κυρία Ρίτα,
μαντέψτε ποιος θα είναι ο γιατρός που
θα πάρει το αίμα σας.
Η
κυρία Μπαρρενετσέα -συνεχίζει η αναφορά
Σαλίνας- γυμνή, δεμένη χεροπόδαρα,
κρεμασμένη στο κεντρικό δοκάρι του
σαλονιού, σφαγμένη. Το σώμα της δεν
παρουσίαζε μώλωπες, αν και η κατάσταση
του μακιγιάζ της έδειχνε κάποια σημάδια
βίας. Τα ρούχα ήταν προσεκτικά διπλωμένα
πάνω στον καναπέ. Το πτώμα του γιατρού
Μπαρρενετσέα βρέθηκε τεντωμένο με την
πλάτη κάτω κατά μήκος του χαλιού, στο
ένα μέτρο από το τζάκι. Τα ρούχα του,
επίσης διπλωμένα πάνω στον καναπέ. Είχε
ένα χασαπομάχαιρο καρφωμένο στην κοιλιά,
με τρόπο γιαπωνέζικο, και όλο το πρόσωπο
πιτσιλισμένο με αίμα από το σκεύος δίπλα
στο κεφάλι του.
Μετάφραση
από τα Ισπανικά: Θανάσης Ράπτης
Ο
Χιλιανός συγγραφέας Πόλι Ντελάνο (Poli
Délano)
(1936-2017),
γιος του Νομπελίστα Λουις Ενρίκε Ντελάνο,
γεννήθηκε στη Μαδρίτη και πέρασε μέρος
της εφηβίας του στο Μεξικό και τη Ν.Υόρκη,
πριν εγκατασταθεί στη Χιλή. Το 1960, το
1969 και το
1985 παίρνει
το Δημοτικό Βραβείο Λογοτεχνίας του
Σαντιάγο και το 1973 το Βραβείο Casa
de las Américas.
Μετά το πραξικόπημα μένει 11 χρόνια ως
εξόριστος στο Μεξικό. Μέχρι το θάνατό
του έζησε στο Σαντιάγο της Χιλής για
και από τη λογοτεχνία γράφοντας διηγήματα
και νουβέλες και διοργανώνοντας
εργαστήρια λογοτεχνίας. Λόγω της
αριστερής του ιδεολογίας το έργο του
για δεκαετίες εκτιμήθηκε περισσότερο
στο εξωτερικό πάρα στη χώρα του. Το
διήγημά του 'Τα αινίγματα' συμπεριλαμβάνεται
στο βιβλίο ' Μεγάλα χιλιανά διηγήματα
του 20ού αιώνα' και από πολλούς θεωρείται
το καλύτερο αστυνομικό διήγημα της
Χιλής.